Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Μακεδονικό - Εθνικά Θέματα: 'Ωρα για μια παραγωγική και ουσιαστική συζήτηση



Το τελευταίο διάστημα , έστω και δειλά, έχει ξεκινήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση πάνω στα εθνικά θέματα. Τα μέτωπα πολλά (Κυπριακό- Σκόπια κ.λ.π) άρα μια συζήτηση πάνω σε μια προσέγγιση ρεαλιστική άλλα όχι ενδοτική καθίσταται σήμερα , περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά, αναγκαία.
Με αφορμή την συζήτηση που έχει ανοίξει, παρουσιάζουμε σήμερα δυο ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις που παρουσιάζουν τα θέματα κάτω απο μια σκοπιά ρεαλιστική και μη ενδοτική.

Η αρχή γίνεται με ένα άρθρο του Γ. Καραμπελιά στο περιοδικό 'Αρδην και την εφημερίδα Ρήξη με τίτλο
"Μακεδονικό: Αφύπνιση έστω και την ύστατη στιγμή " και στη συνέχεια παρουσιάζεται το άρθρο του Ευτύχη Μπιτσάκη με τίτλο "Εθνικισμός και ενδοτισμός: μια πάγια αντίφαση".


Καλή ανάγνωση




Γ. Καραμπελιά
1.Μακεδονικό: Αφύπνιση έστω και την ύστατη στιγμή

Για να κατανοήσουμε το Μακεδονικό Ζήτημα στις ευρύτερες διαστάσεις του είναι ανάγκη να ξεκινήσουμε με μια αναδρομή στην ιστορία.

Κατ’ αρχάς η Ελλάδα, από τη γεωγραφική της θέση, είναι ανοικτή τουλάχιστον προς τρεις κατευθύνσεις. Προς τα ανατολικά, τα βόρεια και τα δυτικά. Και οι μεγάλες απειλές στην ιστορία μας έρχονταν πάντοτε από τα δυτικά ή τα ανατολικά. Οι Πέρσες, οι Άραβες και οι Τούρκοι από τα ανατολικά, οι Ρωμαίοι, οι Φράγκοι, οι Ιταλοί κ.λπ. από τα δυτικά. Αν την ίδια στιγμή είμαστε σε αντιπαράθεση και με τους βόρειους γείτονές μας, τότε δεν έχουμε καμία ελπίδα να αντιμετωπίσουμε τις μείζονες απειλές.

Ο μεγάλος Στήβεν Ράνσιμαν, αναφερόμενος στη σταδιακή κατάληψη του ύστερου Βυζαντίου από τους Τούρκους, αφού πρώτα είχαμε δεχτεί την επίθεση των Σταυροφόρων, λέει:

Αν τα ορθόδοξα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης θα ήσαν ποτέ σε θέση να συνενωθούν σε μια πραγματική συμμαχία, θα μπορούσαν ν’ ανθέξουν εναντίον της Δύσεως και εναντίον των Τούρκων . Αλλά οι εμφύλιοι πόλεμοι και η αντιπάθεια των Σλάβων της Βαλκανικής εναντίον των Ελλήνων εμπόδισε κάθε τέτοια συμμαχία1.

Η Τουρκία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων μόνο όταν οι βαλκανικοί λαοί την αντιμετώπισαν από κοινού, στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Και όμως, το Μακεδονικό αποτέλεσε, από το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, το αποφασιστικό ζήτημα για τη διάσπαση των νοτίων Βαλκανίων και εντέλει για τη διάσωση της Τουρκίας, διότι αμέσως μετά τον Α΄ Βαλκανικό ακολούθησε ο Β΄ ενδο-Βαλκανικός Πόλεμος.

Το Μακεδονικό Ζήτημα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, και τη στροφή της Ρωσίας προς τον πανσλαβισμό και την εγκατάλειψη της «πανορθόδοξης» στρατηγικής, το Μακεδονικό πυροδότησε μια γενικευμένη αντιπαράθεση μεταξύ των βαλκανικών λαών, ιδιαίτερα μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων, και εν πολλοίς επέτρεψε στην οθωμανική αυτοκρατορία να διατηρηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη, εκμεταλλευόμενη τις συγκρούσεις για τη Μακεδονία των υπηκόων αντιπάλων της και των αντίστοιχων εθνικών κρατών, Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας.

Η σύγκρουση για τη Μακεδονία είχε την πραγματική της βάση στην πανσπερμία των φυλών και των γλωσσών, που από την εποχή του Βυζαντίου και ακόμα περισσότερο επί οθωμανικής αυτοκρατορίας μπορούσε να συναντήσει κάποιος στη Μακεδονία και τη Θράκη. Πράγματι, εκτός από τους παλαιότερους κατοίκους της, τους Έλληνες, είχαν σταδιακώς εγκατασταθεί σε αυτήν Τούρκοι, Εβραίοι διωγμένοι από την Ισπανία στις αρχές του 16ου αιώνα, σλαβόφωνοι πληθυσμοί, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, Βλάχοι, Αρβανίτες, καθώς και Τσιγγάνοι κ.λπ. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος εγχώριων πληθυσμών είχε εξισλαμιστεί –όπως για παράδειγμα οι Πομάκοι ή πολλοί αλβανικοί πληθυσμοί, Βόσνιοι, κ.λπ. παρότι η γλώσσα, τουλάχιστον σε ένα ορισμένο στάδιο, δεν σηματοδοτούσε και ανάλογη εθνική συνείδηση. Εξάλλου διακριτή εθνική συνείδηση μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα διέθεταν μόνον οι Έλληνες και οι Σέρβοι, ενώ και οι μουσουλμάνοι έτειναν να ταυτιστούν με τους Οθωμανούς.

Ορθόδοξοι πληθυσμοί, όπως εκείνοι των Βλάχων, των Αρβανιτών, ή ενός μεγάλου μέρους σλαβόφωνων αγροτών, έτειναν μάλιστα να ταυτιστούν με τους Έλληνες, παρότι αλλόγλωσσοι. Όταν όμως αρχίζει να εδραιώνεται ο εθνικισμός και στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα στους Βουλγάρους, συνεπικουρούντος και του πανσλαβισμού τον οποίο ενισχύει η Ρωσία, επιχειρείται μέσω της δημιουργίας αυτόνομης Εκκλησίας, της Εξαρχίας, και παράλληλου εκπαιδευτικού συστήματος, να αποσπαστούν οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί από την ιδεολογική και πνευματική-θρησκευτική υπεροχή του ελληνισμού, ώστε να αποκτήσουν βουλγαρική ή σλαβο«μακεδονική» συνείδηση. Έτσι θα αρχίσει η μακεδονική διαμάχη, η οποία θα διαρκέσει δεκαετίες και κατά την οποία σλαβόφωνοι ελληνικής συνείδησης συχνά θα συγκρούονται με σλαβόφωνους βουλγαρικής συνείδησης. Που, όπως προείπαμε, οδήγησε ήδη στην πρώτη μεγάλη σύγκρουση με τη Βουλγαρία το 1912 και κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όμως, η περίοδος που αρχίζει με τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και ολοκληρώνεται το 1922-26, αποτέλεσε την αφετηρία για την απαρχή λύσης του Μακεδονικού εν τοις πράγμασι. Το μεγαλύτερο μέρος των μουσουλμάνων, 500.000-700.000 άτομα, μεταφέρθηκε στην Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Γύρω στους 150-200 χιλιάδες Βούλγαροι ή σλαβόφρονες εγκατέλειψαν την Ελλάδα. Ο ελληνισμός, με μεγαλύτερη διασπορά, πλήρωσε το βαρύτερο τίμημα σε αυτόν τον ξεριζωμό. Εκτός από τα δύο εκατομμύρια των Μικρασιατών, Ποντίων και Ανατολικοθρακιωτών, που εγκατέλειψαν την Τουρκία, πάνω από τριακόσιες χιλιάδες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν ελληνικές περιοχές και πόλεις στη Βουλγαρία, την Ανατολική Ρωμυλία, Βάρνα, Φιλιππούπολη, Πύργο. Επιπλέον, δεκάδες χιλιάδες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις σερβοκρατούμενες τότε περιοχές της Μακεδονίας, όπως το Μοναστήρι, την Αχρίδα κ.λπ. Με αυτόν τον βίαιο έστω και οδυνηρό τρόπο, οι πληθυσμοί κατά το μεγαλύτερο μέρος τους διαχωρίστηκαν. Ιδιαίτερα δε στην ελληνική Μακεδονία, που αποτελεί σχεδόν το σύνολο της ιστορικής Μακεδονίας, σύμφωνα με την απογραφή του 1926 της Κοινωνίας των Εθνών, οι μειονοτικοί σλαβόφωνοι (άσχετα με την ονομασία τους ή τον αυτοπροσδιορισμό τους) ήταν κάτω από 70 χιλιάδες και ο ελληνικός πληθυσμός 1.160.000. Όσο για το μεγαλύτερο μέρος της σλαβικής πρώην οθωμανικής Μακεδονίας, ενσωματώνεται στη Γιουγκοσλαβία, και μάλιστα δεν παίρνει καν το όνομα Μακεδονία, αλλά «Βαρντάνσκα», διότι οι Σέρβοι θεωρούσαν την ονομασία σλαβο«Μακεδονία» ως ταυτισμένη με τις βουλγαρικές διεκδικήσεις. Κατά συνέπεια, το ζήτημα είχε πλέον οριστικά λυθεί από άποψη εθνοτική, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, και παρέμενε μια σερβο-βουλγαρική διαμάχη γύρω από το ζήτημα των «σλαβομακεδόνων».

Και όμως ο βουλγαρικός εθνικισμός, που ζούσε ακόμα με το σύνδρομο της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και της Μεγάλης Βουλγαρίας, δεν εννοούσε να δεχθεί τα τετελεσμένα και εξακολουθούσε να προβάλει το όραμα μιας ανακατάληψης όχι μόνον της γιουγκοσλαβικής, αλλά και της ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης. Και αυτή η θέση δεν περιοριζόταν στους σοβινιστικούς κύκλους της βουλγαρικής κυβέρνησης, αλλά τη συμμερίζονταν, με διάφορες μορφές, όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις της Βουλγαρίας. Το ισχυρότατο Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας, με τα ηγετικά στελέχη της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Κολάρωφ, Δημητρώφ κ.λπ., υποστήριζε πως θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια αυτόνομη Δημοκρατία Μακεδονίας-Θράκης, που θα περιλάμβανε και τα ελληνικά εδάφη. Επρόκειτο για μια θέση κατ΄ εξοχήν σοβινιστική, και επειδή δεν διέθετε καμιά εσωτερική εθνολογική βάση, άνοιγε στην πράξη τον δρόμο για την επέκταση της Βουλγαρίας.

Η Κομμουνιστική Διεθνής υποχρέωσε μάλιστα και το ΚΚΕ να υιοθετήσει, έστω και με βαριά καρδιά, τη θέση για αυτόνομη Μακεδονία-Θράκη, που ήταν και θέση της Φεντερασιόν, πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά την αντίθεση του Γιάννη Κορδάτου και άλλων. Το Μακεδονικό αποτελούσε μόνιμη πηγή αιμορραγίας για το ΚΚΕ, και υπάρχει σχετική πολεμική εναντίον του αυτή την περίοδο από τον Δημήτρη Γληνό. Το ΚΚΕ κατόρθωσε να αρχίσει να αναπτύσσεται και πάλι μόνον μετά την εγκατάλειψη αυτής της θέσης το 1930 και ακόμα σαφέστερα, μετά το 1934.

Από τον πόλεμο στον Εμφύλιο

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το Μακεδονικό αποτέλεσε την αφορμή για την εισβολήΒαρντάνσκα, όπως και αναρίθμητων αγριοτήτων που διαπράχθηκαν από τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής και τους κομιτατζήδες «Βουλγαρομακεδόνες». Ωστόσο ένα μέρος των σλαβόφωνων, ιδιαίτερα οι Αριστεροί, δεν ακολούθησε τους Βουλγάρους, αλλά εντάχθηκε, στη μεν γιουγκοσλαβική Βαρντάνσκα, στους αντάρτες του Τίτο, στη δε ελληνική Μακεδονία τους Έλληνες αντάρτες του ΕΛΑΣ της Βουλγαρίας στην Ελλάδα και την κατοχή μεγάλου μέρους της ελληνικής Μακεδονίας καθώς και της γιουγκοσλαβικής

Ο Τίτο, για να προσεταιριστεί ένα μέρος του πληθυσμού, που δεν ταυτίζονταν με τους Βουλγάρους, στα πλαίσια της συγκρότησης ομοσπονδιακού κράτους στη Γιουγκοσλαβία και σε ολόκληρα τα Βαλκάνια, ανακηρύσσει τη Βαρντάνσκα σε «Μακεδονία» και τους κατοίκους της σε «Μακεδόνες». Όταν στα τέλη του 1943 άρχισε να διαφαίνεται πως ο Άξονας θα χάσει τον πόλεμο, ένα μεγάλο μέρος των σλαβόφωνων της Γιουγκοσλαβίας και ορισμένοι από την Ελλάδα προσχωρούν στον μακεδονισμό εναντίον του βουλγαρισμού, ενώ συγκροτείται και το ΣΝΟΦ, το Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το οποίο αποτελούνταν κυρίως από Γιουγκοσλάβους σλαβόφωνους και λιγότερους Έλληνες και συγκρότησε κάποια στιγμή και τάγματα μέσα στον ΕΛΑΣ. Όμως ήταν τόσο ανοικτή η προπαγάνδα που έκαναν υπέρ της αυτονόμησης της Δυτικής Μακεδονίας, ώστε ο ΕΛΑΣ, τον Οκτώβριο του 1944, διέλυσε τα τάγματα του ΣΝΟΦ και τα απώθησε εκτός Ελλάδος. Ο Τίτο αναλαμβάνει αυτός πλέον να προωθήσει το σύνθημα της ανεξάρτητης ομόσπονδης Μακεδονίας στα πλαίσια μια ευρύτερης βαλκανικής ομοσπονδίας. Ο ΝΟΦ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) μετά το 1946 συμμετέχει στον “Δημοκρατικό Στρατό”. Αρχικώς αναφέρεται μόνο στον σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων των «Σλαβομακεδόνων», αλλά στα τέλη του Εμφυλίου (τον Ιανουάριο του 1949) ο Ζαχαριάδης, για να αποσπάσει τους Έλληνες σλαβόφωνους από τον Τίτο με τον οποίο είχε έρθει σε ρήξη, επανέρχεται στο παλιό σύνθημα της ανεξάρτητης Μακεδονίας-Θράκης. Για μερικούς μήνες…

Οι Βούλγαροι, μετά από μια τελευταία προσπάθεια να μείνουν ως «απελευθερωτές» σε ελληνικά εδάφη μαζί με τα στρατεύματα του σοβιετικού στρατάρχη Τολμπούχιν (!), θα αποσυρθούν οριστικά τον Οκτώβριο του 1944 και έκτοτε θα υποβαθμίσουν σταδιακά τις αναφορές στο «μακεδονικό» –χωρίς βέβαια ποτέ να τις εγκαταλείψουν εντελώς. Είναι πλέον η Γιουγκοσλαβία που καλλιεργεί τον «μακεδονισμό» και προσπαθεί να ολοκληρώσει τη συγκρότηση μιας μακεδονικής εθνικής ταυτότητας, για να αποκόψει οριστικά τους Σλαβομακεδόνες από τη Βουλγαρία. Έτσι, παρ’ όλο που ο Τίτο, μετά τη ρήξη του με τον Στάλιν, και την οιονεί συμμαχία του με τη νατοϊκή Ελλάδα, εγκαταλείπει επισήμως τα περί αυτονομίας και επιστρέφει στην αναγνώριση των δικαιωμάτων της «μακεδονικής μειονότητας», στη γιουγκοσλαβική «Μακεδονία» θα συνεχίσει να καλλιεργείται ο αλυτρωτισμός, ακόμα και σε κυβερνητικό επίπεδο. Σε αρκετές περιπτώσεις δε οι σχέσεις Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας θα φτάσουν σε σημείο ρήξης εξαιτίας του Μακεδονικού.

“Σλαβοφοβία” και “φιλοτουρκισμός”

Αν στη παράδοση της Αριστεράς υπήρχε μία λογική υποτίμησης της σημασίας του Μακεδονικού ζητήματος, που φθάνει σήμερα στον παροξυσμό της, με τις θέσεις του Συνασπισμού ή του “Ιού”, από την πλευρά της Δεξιάς υπήρχε μία ανάλογη υπερτίμησή του και υποτίμηση της τουρκικής απειλής. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος , ο πρώτος καθεαυτό ηγέτης της «δεξιάς» στην Ελλάδα, όχι απλώς υποτιμούσε το Οθωμανικό ζήτημα αλλά και προσπαθούσε σε συμμαχία με τους Γερμανούς να αποτρέψει τη συμμετοχή της Ελλάδας σε έναν απελευθερωτικό πόλεμο εναντίον της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμμετοχή που εάν είχε πραγματοποιηθεί έγκαιρα, όπως υποστήριζε ο Βενιζέλος, θα είχε λύσει οριστικά το ζήτημα της Ανατολικής Θράκης, της Κωνσταντινούπολης, της Βορείου Ηπείρου, αν όχι και της Σμύρνης. Ο Ίων Δραγούμης, ο κατ’ εξοχήν ιδεολόγος του Λαϊκού Κόμματος, θα πιστεύει, μαζί με τον Σουλιώτη-Νικολαϊδη, πως η Ελλάδα και η Τουρκία μπορούν να συμπήξουν μια κοινή ελληνο-οθωμανική ομοσπονδία, ενώ τα βέλη της εθνικής του στρατηγικής στρέφονται αποκλειστικά ενάντια στους Βουλγάρους και τον σλαβισμό. Και αυτή η παράδοση θα συνεχιστεί αδιάλειπτα και στη συνέχεια, ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ηγεσίες της Δεξιάς, στα πλαίσια πλέον του ψυχρού πολέμου, θα στρέφονται κατ’ εξοχήν κατά των “ΕΑΜοβουλγάρων” και θα αναπτύσσουν τη “φιλία” με τους Τούρκους, η οποία θα έχει τραγικά αποτελέσματα στην Κύπρο. Έτσι οι Πομάκοι της Θράκης θα βαφτιστούν Τούρκοι, επί Παπάγου, εξ αιτίας του φόβου του βουλγαρισμού, μια και το γλωσσικό τους ιδίωμα είναι εν πολλοίς, σλαβογενές, η δε «ελληνοτουρκική φιλία» θα είναι το επίσημο δόγμα των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων. Η δικτατορία των συνταγματαρχών, τέλος, όχι μόνο θα αφοπλίσει την Κύπρο αλλά θα επαναφέρει το ζήτημα μιας «ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας», αναπτύσσοντας παράλληλα μια έντονη «αντι- εαμοβουλγαρική» ιδεολογία.

Μόνο ο βενιζελισμός και η λεγόμενη παράδοση της κεντροαριστεράς είχε, καθ’ όλο τον εικοστό αιώνα τουλάχιστον, μια πιο ισορροπημένη αντίληψη για τα εθνικά ζητήματα και τις προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, απέναντι στις «διεθνιστικές» ιδεοληψίες της Αριστεράς και τον φιλοτουρκισμό της Δεξιάς. Ο Βενιζέλος ιεραρχούσε μάλλον ορθά τις εθνικές προτεραιότητες της Ελλάδας, θέτοντας στην πρώτη γραμμή το οθωμανικό και τουρκικό ζήτημα, χωρίς όμως ταυτόχρονα να εγκαταλείπει και το Μακεδονικό ή το σλαβικό ζήτημα, όπως έκανε η Αριστερά. Μόνο στην διάρκεια της Κατοχής η Αριστερά θα ενσωματώσει τις μεγάλες βενιζελογενείς μάζες στο ΕΑΜ και θα επιχειρήσει να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική, όπως την εξέφρασε ο «εθνικιστής» Άρης Βελουχιώτης. Και το ίδιο εν μέρει θα πράξει στη δεκαετία του 1950 με το Κυπριακό.

Έτσι και σήμερα από την Άκρα Δεξιά που πρόσφατα κατόρθωσε να κυριαρχήσει στον λεγόμενο εθνικό χώρο –πρόσκαιρα ελπίζω– με την είσοδο του ΛΑΟΣ στη Βουλή, αναδεικνύεται η ίδια ευαισθησία έναντι του «Μακεδονικού» και η ανάλογη υποτίμηση του νεο-οθωμανισμού, που επιστρέφει πλησίστιος και δεν μας απειλεί απλώς εδαφικά –στην Κύπρο ή το Αιγαίο– αλλά με συνολική γεωστρατηγική και οικονομική, αυτή τη φορά, υποταγή. Για το Μακεδονικό θα πραγματοποιηθούν τεράστιες συγκεντρώσεις, και δικαίως, αλλά το βράδυ των Ιμίων θα μαζευτούμε τριάντα άτομα του Άρδην έξω από τη Βουλή, ενώ για τις δολοφονίες του Ισαάκ και του Σολωμού στο κάλεσμα του Άρδην και στις δύο διαδηλώσεις στην Τουρκική πρεσβεία θα ανταποκριθούν μερικές δεκάδες Ελλήνων και δύο εκατοντάδες Κούρδοι! Για το σχέδιο Ανάν, στη μεγαλύτερη κινητοποίηση που κάναμε, στα Προπύλαια μαζεύτηκαν γύρω στα επτακόσια άτομα. Όσο για το θάνατο του ηρωϊκού πιλότου Ηλιάκη δεν έγινε ούτε μία εκδήλωση.

Αυτές οι διαπιστώσεις καταδεικνύουν τον εν πολλοίς ψοφοδεή και ανέξοδο χαρακτήρα μεγάλου μέρους του λεγόμενου «εθνικού χώρου». Εκεί όπου τα πράγματα είναι σοβαρά, όπως στην αντιπαράθεση με την Τουρκία, όπου χρειάζεται πραγματική εθνική κινητοποίηση και αναστροφή ολόκληρου του κοινωνικού και καταναλωτικού μοντέλου της ελληνικής κοινωνίας και των διεθνών της επιλογών, εκεί ακολουθείται το τουρκιστί λεγόμενο «τουμπεκί», ενώ αντίθετα περισσεύει η δημοκοπία και η εύκολη ευθιξία στο έλασσον. Και μάλιστα χωρίς να πληρώνουμε ή να χρειαστεί να πληρώσουμε κάποιο άμεσο αντίτιμο.

Η ίδρυση της ΠΓΔΜ και η ελληνική πολιτική

Μετά, λοιπόν, τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ο «μακεδονισμός», που αποτελούσε όργανο επεκτατισμού είτε της Βουλγαρίας, κατ’ εξοχήν, είτε της Γιουγκοσλαβίας, εμφανίστηκε πλέον ως αυτόνομος παράγων. Η αυτόνομη αυτή εμφάνιση παροξύνει την εθνικιστική και αλυτρωτική προπαγάνδα των Σλάβων έναντι της Ελλάδας, έτσι ώστε να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους ως μεγάλο έθνος, μια και στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά ασθενείς. Ιδιαίτερα η ανάπτυξη του αλβανικού εθνικισμού –οι Αλβανοί αποτελούν το 35% τουλάχιστον του νέου κρατικού μορφώματος– υπονομεύει μεσο-μακροπρόθεσμα τη δυνατότητα επιβίωσής του. γι’ αυτό ο «μακεδονικός» εθνικισμός είναι ιδιαίτερα επιθετικός και παίρνει μάλιστα τη μορφή ενός μικροϊμπεριαλισμού που διεκδικεί ακόμα και τη Θεσσαλονίκη, ή τη Μακεδονία του Αλεξάνδρου. Η αστειότητα του φαινομένου δεν αναιρεί το μέγεθος της θρασύτητας και της εξαχρείωσης των «Μακεδόνων» και προκαλεί καθημερινά τους Έλληνες και ιδιαίτερα τους Μακεδόνες.

Παράλληλα όμως, η ανάδειξη του «μακεδονισμού» σε αυτόνομη κρατική οντότητα εξασθενεί στην πραγματικότητα την απειλή στην ακεραιότητα της Ελλάδας, διότι παύει να ταυτίζεται με κάποιο ισχυρότερο και υπαρκτό έθνος –Βουλγαρία, Σερβία– και ένα κρατίδιο, ετοιμόρροπο εξαιτίας των εσωτερικών του αντιθέσεων μεταξύ Αλβανών και Σλάβων, δεν μπορεί να απειλήσει ουσιωδώς την Ελλάδα. Τέλος, απελευθερώνοντας τα τρία από τα τέσσερα ορθόδοξα έθνη-κράτη των Βαλκανίων, Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, από τη μακεδονική «υποθήκη», μπορεί να τους επιτρέψει στενότερες και ειλικρινέστερες σχέσεις, χωρίς διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις.

Είναι προφανές λοιπόν ότι η ελληνική πολιτική έπρεπε, όταν εμφανίστηκε το ζήτημα, να το κλείσει το ταχύτερο δυνατόν και όχι να το αφήσει να κακοφορμίζει για πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Γι’ αυτό και από το 1992 υποστηρίζαμε μια στάση που φαινόταν δύσκολη, αλλά ήταν η μόνη ρεαλιστική και συμφέρουσα: Υποστηρίξαμε τις κινητοποιήσεις εναντίον της σοβινιστικής υφαρπαγής του ονόματος και της ιστορίας της Μακεδονίας και συμμετείχαμε στο μεγάλο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, ενώ ταυτόχροναβαλκανικό πόλο απέναντι στην Τουρκία. επιθυμούσαμε να κλείσει το ταχύτερο δυνατόν το ζήτημα. Προτείναμε τότε να δεχθούμε έναν συμβιβασμό, έστω και επαχθή για την ιστορία μας, με γεωγραφική αποδοχή και μόνο του όρου Μακεδονία – του τύπου Άνω Μακεδονία, ΓκόρναΜακεντόνια. Μια τέτοια πολιτική, υποστηρίζαμε τότε, θα επέτρεπε στην Ελλάδα να αναπτύξει δυναμικά μια βαλκανική πολιτική και θα όρθωνε στο εσωτερικό της Ευρώπης έναν

Σήμερα νομίζουμε ότι έχει αποδειχτεί η ευθυκρισία μιας τέτοιας επιλογής, όπως ίσως και η εξαιρετική, πλέον, δυσκολία της να εφαρμοστεί, δεδομένου ότι χάσαμε πολύτιμο χρόνο. Γι’ αυτό και παράλληλα με την εθνομηδενιστική άποψη αναπτύσσεται και μία άλλη, που θα την αποκαλούσαμε απλώς μηδενιστική. Μια άποψη η οποία υποστηρίζει πως μια και το παιγνίδι είναι χαμένο και πολύ σύντομα το ίδιο το Συμβούλιο Ασφαλείας ή η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα αναγνωρίσουν την ΠΓΔΜ ως «Μακεδονία», δεδομένου ότι 123 χώρες την έχουν ήδη αναγνωρίσει, δεν έχει κανένα νόημα η διαπραγμάτευση και ο συμβιβασμός, διότι είμαστε χαμένοι από χέρι. Κατά συνέπεια, ας επιμείνουμε εμείς στη μη αναγνώριση και ας αφήσουμε τον υπόλοιπο κόσμο να λέει ό,τι θέλει. Και η μόνη ελπίδα μας είναι πως εντέλει το κρατίδιο θα διαλυθεί αφ’ εαυτού και έτσι δεν συντρέχει λόγος για καμία υποχώρηση από μέρους μας.

Αυτή η άποψη θα είχε ίσως κάποια βάση εάν το μόνο πρόβλημα της Ελλάδας ήταν το ζήτημα των Σκοπίων. Σε μία τέτοια περίπτωση, πιθανώς και εμείς να συμφωνούσαμε με μια τέτοια τακτική. Αλλά επειδή πιστεύουμε πως, και εξαιτίας της επισφαλούς υπόστασης του συγκεκριμένου κρατιδίου, άλλα είναι τα μεγάλα προβλήματα της Ελλάδας στην περιοχή, συνυπολογίζουμε το Μακεδονικό με άλλα μεγάλα προβλήματα και απειλές. Και το βασικόνεο-οθωμανισμός και οι σύμμαχοί του στην περιοχή, δηλαδή ο αναπτυσσόμενος αλβανικός εθνικισμός καθώς και ο υπνώττων αλλά πάντα επικίνδυνος βουλγαρικός εθνικισμός, που εξάλλου υπήρξε και η κύρια ιστορική βάση του Μακεδονικού.

Ένα σχέδιο, ένα όραμα ανασυγκρότησης των Βαλκανίων ως χώρου ειρήνης, συνεργασίας και ανεξαρτησίας. προϋποθέτει μια ισχυρή συμμαχία Ελλάδας-Σερβίας και Ρουμανίας, στην οποία θα μπορούσαν να ενταχθούν εν συνεχεία και άλλες δυνάμεις, όπως η Βουλγαρία, ή σε βάθος χρόνου και η Αλβανία. Αντίστροφα, η Τουρκία προσπαθεί να υπονομεύσει μια τέτοια δυναμική και να πραγματοποιήσει την «ενότητα» των Βαλκανίων υπό την αιγίδα της. Κατά συνέπεια, πρέπει να πλήξει κάθε απόπειρα ενοποίησης των βαλκανικών λαών και ειδικά τη μόνη δύναμη που μπορεί σήμερα να την προωθήσει, δηλαδή την Ελλάδα. Αυτό είναι το πραγματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να εντάξουμε το Μακεδονικό και όχι να αφήνουμε τα Σκόπια –το δέντρο– να μας κρύβουν το δάσος, δηλαδή τον νεο-οθωμανισμό.

Αυτή την αντιφατική υφή της έξαρσης του Μακεδονικού μετά το 1990 αγνοούν μέχρι σήμερα οι περισσότερες αναλύσεις για το ζήτημα των Σκοπίων και επιμένουν είτε στη μία πλευρά είτε στην άλλη. Και επειδή το Μακεδονικό ταλαιπωρεί επί σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνια την Ελλάδα και ιδιαίτερα τους πληθυσμούς της Βόρειας Ελλάδας, ο σκοπιανός μικρο-«ιμπεριαλισμός», με τις κραυγαλέες διεκδικήσεις του, μπορεί να μας κρύψει την άλλη όψη του νομίσματος. Διότι όπως δείξαμε, επί Τίτο, για να μη μιλήσουμε για τη Βουλγαρία, ο «μακεδονικός» αλυτρωτισμός ήταν επίσης παρών, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τη μεταπολεμική ιστορία, ενώ και η Γιουγκοσλαβία του Μιλόσεβιτς αναγνώρισε και αυτή τα Σκόπια με το όνομα Μακεδονία. Η πρόσδεση του μακεδονισμού στη Γιουγκοσλαβία εμπόδιζε την ανάπτυξη των σχέσεων της Ελλάδας μαζί της. Αντίθετα σήμερα είναι πιο εύκολη μια μελλοντική ελληνοσερβική συνεννόηση. Αντιστρόφως, από τότε που η Βουλγαρία έχασε τη Μακεδονία, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε δυνατή η ομαλοποίηση των σχέσεων μαζί της, ακόμα και ο «ελληνοβουλγαρικός άξονας» των Ζίβκωφ-Παπανδρέου.

Σε περίπτωση όμως διάλυσης του κρατιδίου, όπως εύχονται πάρα πολλοί φίλοι, οι μεν Αλβανοί θα ενισχύσουν τον επικίνδυνο για όλα τα Βαλκάνια αλβανικό εθνικισμό, οι δε Σλάβοι πιθανότατα θα καταφύγουν υπό τη σκέπη της Βουλγαρίας και θα μετατρέψουν και πάλι το Μακεδονικό σε ελληνοβουλγαρικό ζήτημα. Κατά συνέπεια, προς το συμφέρον της Ελλάδας αλλά και της βαλκανικής συνεννόησης, εμείς θα θέλαμε να υπάρχει ένα κράτος στην ΠΓΔΜ, χωρίς όμως τους αλυτρωτισμούς και τις γελοίες διεκδικήσεις των «Μακεδόνων». Ένα τέτοιο κράτος όχι μόνο θα περιόριζε τις επεκτατικές τάσεις των ισχυρότερων γειτόνων, αλλά και θα εγκλώβιζε τον ίδιο τον μακεδονισμό σε ένα σχετικά ανίσχυρο κράτος. Όμως, μας απαντούν εύλογα πολλοί φίλοι, ιδιαίτερα από τη Βόρεια Ελλάδα, «δεν βλέπετε πως η προπαγάνδα των Σκοπιανών συνεχίζεται, και δεν δείχνουν καμιά θέληση συνδιαλλαγής;»

Αυτό ωστόσο συμβαίνει διότι η επίσημη και μη Ελλάδα, όλες οι πολιτικές της δυνάμεις, έχει δείξει μια αχαρακτήριστη στάση, που καταδεικνύει την εθνική μας σχιζοφρένεια. Από τη μία πλευρά το έχουμε εγκαταλείψει επί δεκαπέντε χρόνια σε μια μη πολιτική στάση, που έχει οδηγήσει στην αναγνώριση της FYROM ως Μακεδονίας από 123 χώρες έως σήμερα, ενώ ταυτόχρονα συντηρούμε την οικονομία των Σκοπίων, παρά τους αλυτρωτισμούς τους, και δεν τους παρεμβάλλουμε κανένα σημαντικό εμπόδιο που θα τους έκανε να σκεφτούν σοβαρά την ανάγκη να κάνουν υποχωρήσεις από την πλευρά τους. Επιπλέον, ουδέποτε πήραμε αντίμετρα έναντι όσων αναγνώρισαν τα Σκόπια ως Μακεδονία. Και είναι βέβαιο πως εάν, για παράδειγμα, συνδέαμε την αγορά ή μη των αμερικανικών μαχητικών με την αναγνώριση των Σκοπίων από μέρους τους, θα το σκέφτονταν πολύ περισσότερο προτού προχωρήσουν σε αυτή.

Από την άλλη, όποτε μπαίνει, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, το ζήτημα του ονόματος, κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και υποστηρίζουμε πως δεν δεχόμαστε καμία αναφορά του όρου Μακεδονία στην ονομασία τους. Έτσι τα χρόνια περνούν, η ονομασία «Μακεδονία» εδραιώνεται και γίνεται όλο και πιο δύσκολη η εξεύρεση λύσης με μοιραία πιθανή κατάληξη τη γελοία και ταπεινωτική για την Ελλάδα θέση της λεγόμενης «διπλής ονομασίας», όπου μόνο εμείς σε όλο τον κόσμο θα αρνιόμαστε την ονομασία «Μακεδονία». Και έτσι σταδιακά, από κρίση σε κρίση, θα οδηγηθούμε μοιραίοι και άβουλοι σε μια εθνική ήττα μεγάλων διαστάσεων. Φαίνεται πως «το σύνδρομο του 1897» δεν μπορεί να μας εγκαταλείψει εύκολα. Δηλαδή από τη μία πλευρά μια πολιτεία ενδοτική και ένας στρατός εντελώς απαράσκευος και από την άλλη ένα “εθνικό στρατόπεδο” που επιθυμούσε “πόλεμο με την Τουρκία εδώ και τώρα”. Τα ταπεινωτικά αποτελέσματα τα γνωρίζουμε. Και μόνο η “σύνθεση” που επέτυχε δώδεκα χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος έφερε αποτέλεσμα, δηλαδή επισήμανση του βασικού εχθρού, πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική προετοιμασία και εν τέλει συμμετοχή στη Βαλκανική Συμμαχία.

Αυτού του τύπου το δίπολο δεν το γνωρίζουμε τόσο καλά και σήμερα; Από τη μια ο κυρίαρχος ενδοτισμός και από την άλλη ανίσχυρες κραυγές χωρίς σχέδιο και προοπτική, ενταγμένες, πλέον, στην ακροδεξιά δημοκοπία. Οι δεύτερες ενισχύουν τον πρώτο και το αντίστροφο. Μήπως όμως θα ήταν καιρός για μια αυθεντική σύνθεση πατριωτισμού και οράματος;

Σήμερα δυστυχώς με την αλλοπρόσαλλη πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, έχουν παγιωθεί τα αρνητικά χαρακτηριστικά.

Αυτό που σήμερα πλέον μπορεί να γίνει είναι, από τη μία να επιμείνουμε στο σύνθετο όνομα, ενός γεωγραφικού και μόνο προσδιορισμού, που αποτελεί την έσχατη υποχώρηση που μπορούμε να κάνουμε –διότι βέβαια δεν μπορούμε να χαρίσουμε τη Μακεδονία στους Σλαβομακεδόνες– και από την άλλη να προωθήσουμε μια πολιτική σύσφιγξης των βαλκανικών σχέσεων και απομόνωση των Σκοπίων σε όλα τα διεθνή φόρουμ. Μια τέτοια πολιτική θα υποχρεώσει σταδιακά την κυβέρνηση των Σκοπίων σε αναθεώρηση της σοβινιστικής της πολιτικής, δεδομένου ότι θα παραμένει έξω από τις βαλκανικές και ευρωπαϊκές διεργασίες – έρμαιο των καλών διαθέσεων της Αλβανίας και της Τουρκίας. Γιατί οι Σλαβομακεδόνες απειλούνται κυρίως από τη συμπαγή παρουσία και τον αλυτρωτισμό της αλβανικής κοινότητας. έτσι, μια σταθεροποίηση των σχέσεών τους με την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία είναι απολύτως αναγκαία για να παραμείνει βιώσιμο το κράτος τους. Μια διαδικασία βαλκανικής συνεννόησης είναι όρος ζωής ή θανάτου για τους Σλαβομακεδόνες.

Και δεν εννοούν να το κατανοήσουν μέχρι σήμερα, διότι η Ελλάδα δεν έχει πράξει τίποτε για να τους υποχρεώσει να το κάνουν. Όταν τα Σκόπια απολαμβάνουν όλα τα κέρδη από την Ελλάδα –οικονομική βοήθεια και επενδύσεις– και την ίδια στιγμή δεν χρειάζεται να παραχωρήσουν τίποτε, τότε για ποιο λόγο άραγε να κάνουν οποιαδήποτε υποχώρηση; Αντίθετα αποθρασύνονται, φτάνοντας πλέον να διεκδικούν και τον… Μέγα Αλέξανδρο ή την αρχαία Μακεδονία!

Η Ελλάδα πρέπει να καταγγείλει σε όλα τα διεθνή φόρα και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον σλαβομακεδονικό αλυτρωτισμό, να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις στα Σκόπια και βέβαια να βάλει βέτο στην είσοδό τους και με το όνομα FYROM στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Διότι καθόλου δεν ενοχλεί τα Σκόπια αν για ένα διάστημα τουλάχιστον αποκαλούνται FYROM στα επίσημα όργανα των διεθνών οργανισμών, αφού όλοι εκτός από εμάς θα τους αποκαλούν με το όνομα Μακεδονία. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να εισέλθουν σε αυτούς τους οργανισμούς. Και εμείς πρέπει να είμαστε αταλάντευτοι. Όσο δεν αποδέχονται έναν συμβιβασμό, οδυνηρό πρωτίστως για μας, δεν υπάρχει περίπτωση εισδοχής τους σε αυτούς. Και μια και σήμερα οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι καίγονται να εντάξουν τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., διότι φοβούνται την επανεμφάνιση της Ρωσίας στην περιοχή και επιπλέον θέλουν να λύσουν το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου, η Ελλάδα διαθέτει ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά. Εξ ου και η αλλαγή της στάσης των Αμερικανών και των Εγγλέζων, που αίφνης ανακάλυψαν τον αλυτρωτισμό των Σκοπίων!

Οι δε καθημερινές προκλήσεις των Σκοπίων αυτή την περίοδο, όπως η μετάβαση αντιπροσωπείας στα κατεχόμενα της Κύπρου ή η παρεμπόδιση των Ελλήνων αθλητών στα σύνορα αποσκοπούν ακριβώς στο να δημιουργηθεί κλίμα που αποκλείει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, μέσα σε ένα σχετικά αρνητικό για τα Σκόπια κλίμα. Και οι δικοί μας «Άνθιμοι» που διαθέτουν μυαλό κοκόρου «τσιμπάνε» στις προκλήσεις των Σκοπίων.

Μια τέτοια πολιτική για πολλούς φίλους μοιάζει αντιφατική. Και μας λένε πως είτε γέρνει προς τον Συνασπισμό, όταν μιλάμε για συμφέρον της Ελλάδας στην ύπαρξη του κράτους των Σκοπίων, είτε προς τον εθνικισμό, όταν αναφερόμαστε στην ανάγκη ενός αταλάντευτου βέτο ή οικονομικών αντιποίνων.

Προφανώς δεν κάνουμε διμέτωπο με ίσες αποστάσεις. Το κύριο πρόβλημα είναι ο ενδοτισμός, είναι οι δηλώσεις Αλαβάνου περί «ελληνικού αλυτρωτισμού», είναι η ακηδία των ελληνικών κυβερνήσεων. Είναι ο βάσιμος φόβος πως η “Ντόρα” θα τα κάνει πλακάκια με Αμερικανούς και Σκοπιανούς. Και γι’ αυτό δεν πρέπει καθόλου να υποστείλουμε τη σημαία των κινητοποιήσεων, ούτε να πάψουμε να απαιτούμε ανυποχώρητα την άσκηση του ΒΕΤΟ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αν δεν υποχωρήσουν όχι μόνο στο θέμα του ονόματος αλλά και της αλυτρωτικής προπαγάνδας. Όμως δεν μπορούμε να ξεχνάμε πως υπάρχουν και οι αψυχολόγητες κορόνες ενός Άνθιμου, οι οποίες απαγορεύουν στον πατριωτικό χώρο να χαράξει μια πορεία σύνθεσης. Μια σύνθεση που θα μας επιτρέψει και να περιορίσουμε τη ζημιά που μας έχει προκαλέσει το Μακεδονικό και να αναπτύξουμε μια αναγκαία βαλκανική πολιτική, ως το μοναδικό αντίβαρο στον νεο-οθωμανισμό. Και προφανώς μια δήθεν ανυποχώρητη στάση, του τύπου “χαμένα τα έχουμε που τα έχουμε, γιατί να συνομιλούμε”, λύνει τα χέρια της κυβέρνησης, και του ενδοτικού στρατοπέδου, που έτσι ξεφεύγουν χωρίς να αναλαμβάνουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις.

Γι’ αυτό λοιπόν θα πρέπει να απορρίψουμε τις τάσεις στον «μικροεθνικισμό», του τύπου: «αγώνας εναντίον όλων των γειτόνων μας, ως εχθρών της Ελλάδας», τη στιγμή που είναι αναγκαία μια μεγάλη εθνική αντισοβινιστική πολιτική στα Βαλκάνια, που θέτει έναν κεντρικό στόχο, την αντιμετώπιση του νεο-οθωμανισμού. Ιδού η Ρόδος λοιπόν, ιδού και το πήδημα.

Γ. Καραμπελιάς

(Σημ. Το παρόν αποτελεί εισαγωγικό κείμενο στο αφιέρωμα του νέου τεύχος του Άρδην: Μακεδονισμός, ο μικρο-ιμπεριαλισμός των Σκοπίων).



Γ. Καραμπελιάς

2.Εθνικισμός και ενδοτισμός: μια πάγια αντίφαση

Του ΕΥΤΥΧΗ ΜΠΙΤΣΑΚΗ, καθηγητή Πανεπιστημίου

Η ελληνική διπλωματία συνεχίζει να αντιμετωπίζει τρία αδιέξοδα: Κυπριακό, σχέσεις με τη FYROM, σχέσεις με τη «σύμμαχη» Τουρκία. Αλλά αδιέξοδο δεν σημαίνει στασιμότητα. Τουλάχιστον ως προς το «Σκοπιανό» και το Κυπριακό, ο χρόνος δουλεύει σε βάρος των καλώς νοούμενων ελληνικών συμφερόντων. Ας δούμε λοιπόν «πώς γίναν τα πράγματα» (Βάρναλης). Μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα θα αναδείξει την πάγια αντίφαση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: την αντίφαση εθνικισμού και ενδοτισμού.

α. Κυπριακό

Σήμερα την ευθύνη για το μέλλον της Κύπρου την επωμίζεται καταρχήν η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέλους του ΟΗΕ κ.λπ. Πώς φθάσαμε όμως στο σημερινό αδιέξοδο;
Μετά την αντιφασιστική νίκη το 1945, η μόνη λύση του Κυπριακού, η μόνη σύμφωνη με τις διακηρύξεις των «συμμάχων» και τις αρχές του ΟΗΕ, καθώς και με τις ελπίδες της πλειοψηφίας (τότε!) των κατοίκων του νησιού (93% ψήφισαν υπέρ της Ενωσης σε σχετικό δημοψήφισμα) θα ήταν η Ενωση. Μέλη του ΟΗΕ, η Σοβιετική Ενωση, χώρες που μετείχαν στο κίνημα των αδεσμεύτων κ.λπ. θα ψήφιζαν υπέρ της Ενωσης, λύσης που θα εξασφάλιζε και τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Προφανώς η αγγλική διπλωματία θα μετερχόταν και τότε όλα τα δυνατά μέσα για να αποκλείσει την Ενωση. Με αυτό το δεδομένο, τι έκαναν οι τότε και οι μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις; Πρώτα άφησαν να χαθεί πολύτιμος χρόνος. (Αυτά τα χρόνια εξάλλου είχαν ανάγκη την Αγγλία για να αντιμετωπίσουν τον «εσωτερικό εχθρό».) Στη συνέχεια (1955) έστειλαν στην Κύπρο τον φασίστα Γρίβα για να οργανώσει τον ένοπλο αγώνα. Οι ορδές του Γρίβα δολοφονούσαν Τουρκοκύπριους και αριστερούς. Συνέπεια: οι σχέσεις ειρηνικής συμβίωσης των δύο κοινοτήτων μετατράπηκαν, ώς έναν βαθμό, σε σχέσεις εχθρότητας. Την εθνικιστική πολιτική διαδέχτηκε η ενδοτική διπλωματία η οποία κατέληξε στις λεγόμενες «προδοτικές» συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου (1959). Η δυνατότητα της Ενωσης είχε ακυρωθεί, μαζί και η προοπτική για ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρο. Ακολούθησε το πραξικόπημα της χούντας (1974), η τουρκική εισβολή και η de facto διχοτόμηση.

Ετσι «γίναν τα πράγματα». Τι έκαναν έκτοτε οι ελληνικές κυβερνήσεις; Αφησαν πάλι να χαθεί πολύτιμος χρόνος και όταν τέθηκε το πρόβλημα της εισόδου της Τουρκίας στην Ε.Ε. η ελληνική κυβέρνηση δεν αξιοποίησε το ισχυρό όπλο του βέτο για να απαιτήσει την άρση της κατοχής και την επανένωση της Κύπρου. Αντί για βέτο, η ελληνική κυβέρνηση συγκατατέθηκε στην υποψηφιότητα της Τουρκίας. Μέγιστο δείγμα δειλίας και συμμόρφωσης στις αξιώσεις των «συμμάχων». Ετσι φτάσαμε στο διχοτομικό και μη βιώσιμο σχέδιο Ανάν, το οποίο ενέκριναν μεν τα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας μας, αλλά το απέρριψε με ισχυρή πλειοψηφία ο κυπριακός λαός.

Μετά τον Γρίβα, ο άδοξος ενδοτισμός. Και τώρα τι; Το πρόβλημα καταρχήν είναι πρόβλημα των Κυπρίων και της κυβέρνησής τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει έλλειψη ευθύνης, για σήμερα και για το μέλλον, των ελληνικών κυβερνήσεων. Λοιπόν; Η κατοχή μονιμοποιείται και αλλοιώνεται η σύνθεση του πληθυσμού του νησιού. Στόχος της Τουρκίας είναι η διχοτόμηση και η προσάρτηση τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι ΗΠΑ, εξάλλου (και οι Αγγλοι;) επεξεργάζονται σχέδια αντίθετα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και με την προοπτική της επανένωσης. Εν τω μεταξύ το θράσος της Τουρκίας και της ηγεσίας του ψευδοκράτους έφτασε μέχρι το σημείο να διαμαρτύρονται για την «απομόνωση» των Τουρκοκυπρίων. Αλλά στον βαθμό που υπάρχει απομόνωση, αυτή είναι άμεση συνέπεια της κατοχής και της φιλοτουρκικής στάσης της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Ακόμη και ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Μπαν Γκι Μουν, έφτασε να ζητάει «την άρση της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων». Μόνη «έξωθεν» φωνή στήριξης της Κύπρου αυτές τις μέρες ήταν οι δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, ο οποίος μάλιστα επέκρινε την έκθεση του Μπαν Γκι Μουν και γενικότερα τη στάση του στο θέμα της Κύπρου. Ενδιαφέρονται πράγματι οι «ανθρωπιστές» της Δύσης για τους Τουρκοκύπριους; Ας πιέσουν την Τουρκία να αποσύρει τον στρατό κατοχής.

Ετσι φτάσαμε σε νεκρό σημείο. Ο χρόνος εργάζεται υπέρ των Τούρκων μικρο-ιμπεριαλιστών. Προοπτική; Τον Φεβρουάριο οι Κύπριοι θα εκλέξουν νέο πρόεδρο. Η πιθανότατη εκλογή του κ. Χριστόφια θα αποτελούσε στοιχείο για μια ορθή, εθνικά και διεθνιστικά πολιτική, με στόχο την επανένωση και την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας.

2 Η περίπτωση της FYROM

Ας δούμε τώρα πώς λειτούργησε η πάγια αντίφαση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής -η αντίφαση εθνικισμού και ενδοτισμού- και στην περίπτωση της FYROM. Η χώρα αυτή (κρατίδιο κατά τους μεγαλοϊδεάτες «μακεδονομάχους» μας) έγινε δεκτή το 1993 ως μέλος του ΟΗΕ. Επί πορτογαλικής προεδρίας ο τότε υπουργός Εξωτερικών Πινέιρο πρότεινε (αρχές του 1992) δύο προσχέδια για τη λύση του «μακεδονικού». Η ηγεσία της FYROM, ανίσχυρη ακόμη εσωτερικά και διεθνώς, θα δεχόταν, όπως λεγόταν τότε, σύνθετη ονομασία. Αλλά το όνομα «Νέα Μακεδονία» ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από μητροπολίτες, πολιτικούς, ανεύθυνους «μακεδονομάχους». Τόσο η κυβέρνηση της Ν.Δ. όσο και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν τόλμησαν να πάνε αντίθετα στο ρεύμα. Η στάση της Ελλάδας καθορίστηκε (και τότε) από μικροκομματικούς υπολογισμούς. Οι εσωτερικοί μικροϋπολογισμοί είχαν καθορίσει γι' άλλη μία φορά την εξωτερική πολιτική. Ο χρόνος λειτούργησε υπέρ των Σλαβομακεδόνων. Οι πρώην «κομουνιστές» ηγέτες της FYROM, μεταλλαγμένοι τώρα από το μαγικό ραβδί της Κίρκης, καθώς και τα μετέπειτα αμερικανοτραφέντα νεόφυτα έπαιξαν -τι άλλο- το χαρτί του εθνικισμού. Από τον «ήλιο της Βεργίνας» μέχρι το αεροδρόμιο «Μέγας Αλέξανδρος» και τον γελοίο ισχυρισμό ότι είναι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν είναι γνωστό ότι τα σλαβικά φύλα άρχισαν την κάθοδό τους στα Βαλκάνια από τα μέσα του 6ου αιώνα, δηλαδή περίπου 1.000 χρόνια μετά την ακμή του βασιλείου των Μακεδόνων. (Για την κλασική Ελλάδα οι Μακεδόνες ήταν βάρβαροι, για τους εθνικιστές της FYROM, ήταν Σλάβοι. Αλλη μια ιδεολογική χρήση της Ιστορίας.) Σήμερα η FYROM έχει αναγνωριστεί με το όνομα Μακεδονία από την πλειοψηφία των χωρών-μελών του ΟΗΕ. Οι «Σκοπιανοί» είναι ανένδοτοι. Η ιδέα εξάλλου να χρησιμοποιείται το όνομα «Μακεδονία» για εσωτερική χρήση και να βρεθεί κοινά αποδεκτό όνομα για διεθνή χρήση και γελοία είναι και μη λειτουργική και τέλος, θα αποτελούσε ακραίο «επίτευγμα» της διεθνούς υποκρισίας.

Λοιπόν; Εγκλωβισμένη στη στείρα εθνικιστική θέση «ούτε Μακεδονία ούτε σύνθετο όνομα», η ελληνική διπλωματία έδωσε στη FYROM τον αναγκαίο χρόνο για να ενισχύσει τη διεθνή θέση της. Με δεκαπέντε χρόνια άρνησης, μποϊκοτάζ και διαλώσεις «αγανακτισμένων» με εθνικιστικά κηρύγματα ιερωμένων, με αλλεπάλληλες συσκέψεις, συναντήσεις και διαβουλεύσεις, φτάσαμε στο σημερινό αδιέξοδο. Πρόσφατα ο κ. Νίμιτς δεν πρότεινε τίποτε ουσιαστικό. Και η ελληνική κυβέρνηση απειλεί τώρα με βέτο για την ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ και ελπίζει πάντα αφελώς στις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν αναγνωρίσει το «κρατίδιο» ως Μακεδονία. [Ο κ. Πάουελ είχε την ευγένεια να μας εξηγήσει γιατί «αναγνώρισε τα Σκόπια» και εξέφρασε τη λύπη του για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν («Καθημερινή», 1η Απριλίου 2007)] Πολλοί ξένοι και δικοί μας αριστεροί υποστηρίζουν το «δικαίωμα» να διαλέγει ο καθένας το όνομά του. Σύμφωνοι! Αλλά χωρίς διαστρεβλώσεις της Ιστορίας, της υπαρκτής πραγματικότητας και χωρίς αλυτρωτισμούς. Οι εθνικιστές της FYROM εξάλλου φαίνεται ότι δέχονται τον ρόλο προτεκτοράτου των ΗΠΑ, όπως και οι εθνικόφρονες αστοί μας πλουτίζουν από τη συνεργασία τους με το «κρατίδιο», χωρίς να συνειδοτοποιούν την αντίφαση λόγων και έργων. Τλήμων Αρετή!

3 Οι σχέσεις με την Τουρκία

Ο χώρος δεν επιτρέπει μια περιληπτική έστω σκιαγραφία του προβλήματος. Η ένταση στις σχέσεις των δύο «συμμάχων» είναι γνωστή. Ενα και μόνον ερώτημα: Τι έκαναν όλα αυτά τα χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις; Εδώ πάντα λειτούργησε ένας ψοφοδεής ενδοτισμός, λες και οι Τούρκοι ήταν ανόητοι να μας κηρύξουν πόλεμο! Ετσι: συνομιλίες, φιλίες, κουμπαριές «χαμηλόφωνες» αντιδράσεις. Ελπίδες ότι «η Τουρκία θα καταλάβει, αφού θέλει να γίνει μέλος της Ε.Ε.! Δηλαδή; Οταν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί το βέτο υπέρ της Κύπρου δεν χρησιμοποιήθηκε. Τώρα θα χρησιμοποιηθεί; Εν τω μεταξύ, «σύμμαχοι», στο ΝΑΤΟ. «Οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης» για δευτερεύοντα θέματα, χωρίς να θίγονται τα ουσιώδη. Η Τουρκία να απειλεί με πόλεμο για τα 12 μίλια, να απαιτεί από την Ελλάδα να αποδεχτεί την ύπαρξη τουρκικής μειονότητας στη Θράκη και «συνδιαχείριση». Και οι «σύμμαχοι» εξοπλίζονται και λες και πάμε για πόλεμο η Ελλάδα αγοράζει 450 ρωσικά τανκς και οι δύο χώρες εξοπλίζονται με F-16, Μιράζ, τανκς, πολεμικά πλοία κ.λπ., σε βάρος και των δύο λαών. Και τώρα ετοιμάζεται η ίδρυση κοινής χερσαίας μονάδας στο πλαίσιο της Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης του ΝΑΤΟ! Κολοσσιαίοι εξοπλισμοί με συνακόλουθη οικονομική αιμορραγία τοις του ΝΑΤΟ ρήμασιν πειθόμενοι!

4 Γενικές παρατηρήσεις

Ενα αντιφατικό πλέγμα εθνικισμού και ενδοτισμού χαρακτηρίζει συνολικά την ελληνική εξωτερική πολιτική περίπου τα τελευταία εκατό χρόνια: μικρασιατική εκστρατεία, «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», Μικρασιατική Καταστροφή, «κατάσταση πολέμου» με τη γειτονική Αλβανία επί δεκαετίες λόγω αντικομμουνισμού, με τις γνωστές συνέπειες για τους Ελληνες της Βορείου Ηπείρου. Καταστροφική πολιτική εθνικισμού και ενδοτισμού σε βάρος της Κύπρου. Παρόμοια πολιτική στην περίπτωση της FYROM. Συμφέροντα και φαντασιώσεις της «ηγέτιδος» τάξης μας, «προστασία» και σχέσεις υποτέλειας σε έναν ταραγμένον αιώνα, μικρόψυχοι, μικροκομματικοί υπολογισμοί, ανικανότητα, όλα αυτά σ' ένα ιστορικά μεταβαλλόμενο πλέγμα αλληλοκαθορισμού καθόρισαν και καθορίζουν τις αντιφάσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

«Είμαστε έθνος ανάδελφον». Η ρήση του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ήταν αφελής. Εξέφραζε μια διαδεδομένη αντίληψη κακομοιριάς και κουτοπονηριάς. Ως «ανάδελφοι» δεν έχουμε υποστηρικτές! Πάντα μας πρόδωσαν οι ξένοι. Πάντα, ή σχεδόν πάντα φταίνε οι άλλοι! Να ελπίσουμε ότι κάποτε οι ελληνικές κυβερνήσεις θα θελήσουν να ασκήσουν μια πράγματι εθνική πολιτική, η οποία θα είναι ταυτόχρονα πολιτική ειρήνης και συνεργασίας με τους γειτονικούς λαούς;
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 28/12/2007

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

Ελεος μετα την ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ τα δαση και έχει ο Θεος....για ξεπούλημα

Όπως ανάφεραν πρίν μερικές μέρες οι ειδήσεις, η ΕΕ εξέδωσε ένα ψήφισμα για όλες τις
μεσογειακές χώρες που επλήγησαν από φωτιές, να δεσμευτούν ότι τα δάση που κάηκαν θα ξαναγίνουν δάση, διότι αυτό αφορά ΟΛΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ.
Το ψήφισμα υπεγράφη από τις αντιπροσωπείες όλων των Μεσογειακών χωρών ( Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Πορτογαλία) και όλων των παρατάξεων... εκτός μίας:

guess who?...


Ο κ. Ρουσόπουλος είπε ως δικαιολογία ότι αυτό είναι παρέμβαση στο Σύνταγμα
της Χώρας βλέπε Άρθρο 24, περί 'δασικών εκτάσεων και δασών' !!...

Εκτός, αυτού, προχτές οι ειδήσεις ακόμα και των κρατικών καναλιών - αναφέραν
οτι 2.000 και πλέον στρέμματα στη Ζαχάρω 'παραχωρήθηκαν για ήπια τουριστική
ανάπτυξη' σε μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα.

Οφείλουμε να δείξουμε σε όλα τα κόμματα οτι δεν είμαστε σύμφωνοι και οτι δεν αδιαφορούμε: υπογράψτε το petition για την προστασία των δασών. Οι τωρινές 80.000 υπογραφές είναι πάρα πολύ λίγες - οφείλουμε να τις κάνουμε 2.000.000, αφού η αίτηση αυτή θα σταλεί στη Βουλή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αλλά και στον ΟΗΕ.

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ





Μετά από σχεδόν τρεις μήνες , κατά την διάρκεια των οποίων συνέβησαν πολλά και διάφορα , επιστρέφω και ελπίζω να τα λέμε πιο συχνά και ενδεχομένως πιο ουσιαστικά …

Αφού λοιπόν παντρεύτηκα – πρώτο σοκ- και αφού επισκέφθηκα την αγαπημένη μου ΚΟΥΒΑ – δεύτερο σοκ- επιστρέφω στην τρομερή και πάντα ζοφερή πραγματικότητα …

Άντε ελπίζω να με καλοδεχτείτε και εσείς γράφοντας κανένα σχολιάκι.

Σας φιλώ…

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

Αρθρο παρέμβαση του ΣΤΑΘΗ

Επίλογος για ένα βιβλίο

Υπάρχει μια μικρή (που τείνει διαρκώς να μεγαλώνει) σέχτα αποδομητών ιστορικών στην Ελλάδα - όπως και σε όλες τις χώρες· ο μεταμοντερνισμός άλλωστε είναι μία απ' τις επικρατούσες, παρ' ότι σε φθίνουσα πλέον πορεία, στη Δύση σχολές σκέψης-ρεύματα.

Αριστερής κατά μέρος καταγωγής ο μεταμοντερνισμός, εύκολα προσαρμόσθηκε κατά το πλείστον στα φιλελεύθερα κελεύσματα και με ζέση άρχισε να καλύπτει, κι εν πολλοίς να εκφράζει, την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης (όσον έχει ανάγκη αυτή η τελευταία από ιδεολογίες) και τις πρακτικές της Νέας Τάξης.

Υπ' αυτήν την έννοια πολλοί απ' τους αποδομητές βρέθηκαν απολογητές με παρεμβάσεις τους στον δημόσιο λόγο, ακόμα και των πολέμων που εξαπέλυσε ή υποδαύλισε ή δημιούργησε ο ιμπεριαλισμός τα τελευταία χρόνια, με κορυφαίους εκείνους επί την Σερβία και το Ιράκ.

Κ αθόλου μακρυά από τις εξουσίες, εθνικές και υπερεθνικές, οι αποδομητές συχνά αναλαμβάνουν «ανάθεση έργων», και στις τέχνες, και στα γράμματα, και στην επικοινωνιακή πολιτική, ξεπέφτοντας συχνά στο επίπεδο της προπαγάνδας, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πολιτικές σκοπιμότητες, κρατικές επιδιώξεις και διακρατικές σχέσεις.

Απότοκο ενός τέτοιου πλέγματος υπήρξε το δυσώνυμο βιβλίο της Ιστορίας για τη Στ' Δημοτικού. Η «σύλληψή» του έγινε ύστερα από διακρατική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (Γιώργος Α. Παπανδρέου - Ισμαήλ Τζεμ), 4.ΙΙ.2000, ήτις προέβλεπε τη «συνεργασία των δύο χωρών στην παρουσίαση (sic) της ιστορίας (...) ιδιαίτερα στα σχολικά βιβλία» με στόχο «τη διόρθωση των ανακριβειών» (όπως, λόγου χάριν, η σφαγή της Σμύρνης). Ολον αυτό έγινε νόμος του κράτους (2929 του 2001) με τις υπογραφές των συναρμόδιων Υπουργών Γ. Παπανδρέου, Ε. Βενιζέλου, Π. Ευθυμίου και Δ. Ρέππα.

Ακολούθως, η συγγραφική ομάδα της κυρίας Ρεπούση ανέλαβε τη συγγραφή του έργου, το οποίον τελείωσε επί διακυβέρνησης της Ν.Δ. και επί Υπουργίας της κυρίας Γιαννάκου (Η οποία το υπερασπίσθηκε με αξιοθαύμαστο προσωπικό σθένος, άγριες θεσμικές παρεκτροπές, κουτοπονηριές, τακτικισμούς και φανατισμένο νεοφιλελεύθερο δογματισμό).

Τ ο εγχείρημα ήταν εξ αρχής υπονομευμένο. Αναγκασμένη να υποταχθεί σε πολιτικές εντολές και προτεραιότητες η επιστήμη, βρέθηκε σε δεύτερη μοίρα - με αποτέλεσμα πραγματολογικά και μεθοδολογικά λάθη, τα οποία διαπιστώθηκαν στην αρχή με έκπληξη και στη συνέχεια πανηγυρικώς από πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ των, και των οποίων λαθών ο αριθμός υπερέβαινε κάθε ιστορικό (και ανεκτό) προηγούμενο.

Ομως, το θλιβερό αυτό αποτέλεσμα αβάσταχτα επιβάρυναν οι ιδεοληψίες των αποδομητών. Η άποψη για «στρογγύλεμα» των τραγωδιών, ώστε να μην αναπαράγεται το «μίσος», οδήγησε σε κωμικοτραγικές διατυπώσεις, πασπαλισμένες με υστερικές μονομανίες φεμινιστικού τύπου που κατέληγαν να εξισώνουν τον Παπαδιαμάντη με κάποιαν Φερφερέν (σιγά μη συγκρατήσω το όνομα) και τον Καραϊσκάκη με τη σέλα του αλόγου του.

Τ ο βιβλίο κατάφερε να συγκεντρώσει στο σώμα του την αντιεπιστημονικότητα, τις ιδεοληπτικές μονομανίες, τη διαστρέβλωση, την ξηρή (αφόρητα ξηρή) αφήγηση και, κυρίως, το εξής ανακόλουθον: η δομή του (που θα μπορούσε να θεωρηθεί αρετή) αναφερόταν σε σπουδαστές κι όχι σε παιδιά του Δημοτικού.

Εντυπωσιακότερη όμως όλων αυτών υπήρξε η ρητορική των συγγραφέων του βιβλίου, οι οποίοι πέρασαν το... Γένος γενεές δεκατέσσερις. Με πρωτοφανή αλαζονεία. «Ψυχωσικοί», «νοικοκυρές», «σκοταδιστές», «αλευρομάγειροι», ήταν απ' τους ηπιότερους χαρακτηρισμούς που υπέστη το 90% των Ελλήνων εν τέλει, οι οποίοι αίφνης βρέθηκαν να τσουβαλιάζονται όλοι αδιακρίτως σε οπαδούς του κ. Καρατζαφέρη, του κ. Χριστόδουλου κι άλλων Ελληναράδων, ταμπελισμένοι όλοι (οι Ελληνες) σε κατηγορίες «ελληνοπαραφρόνων», «αριστερών εθνικοφρόνων», «φαιοκόκκινων» κι άλλων συναφών παρόμοιων. Οποιος έβλεπε φως σε μια εφημερίδα, ανέβαινε κι έγραφε λίβελλον εναντίον τού «εθνικοπαράφρονος» της αρεσκείας του.

Ε ίναι χαρακτηριστικό του διαλόγου που φυσικά φούντωσε ότι οι αντιλέγοντες στο βιβλίο κατέφυγαν σε επιχειρήματα, πηγές και βιβλιογραφία, ενώ οι αμύντορες του βιβλίου σε ιδεολογικά αξιώματα, καθόλου βιβλιογραφία και χαρακτηρισμούς - σταλινικούς χαρακτηρισμούς. Α, και γενικεύσεις!

Είναι ακόμα πιο χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο διάλογος ξεκαθάριζε σιγά-σιγά και ένα προς ένα τα ζητούμενα αυτής της υπόθεσης (πολύ ευρύτερης εξάλλου απ' το βιβλίο της Στ' Δημοτικού), πολλοί απ' τους υπερασπιστές του βιβλίου, χωρίς εις ουδέν να αντιπαρατίθενται ή να απαντούν, επανέφεραν τον διάλογο στην αφετηρία του. Με μονότονη (αλλά γκαιμπελική) επιμονή ξαναέλεγαν τα ίδια ή έβαζαν στο στόμα των αντιπάλων τους πράγματα που εκείνοι δεν έλεγαν, ώστε να τους απαντούν και εις κάτι.

Ετσι, ο διάλογος σύρθηκε επί μακρόν, σχετικώς άγονος. Οχυρωμένοι σε συνέδρια και πάνελ ημετέρων και καθόλου εναντίων, οι αμύντορες του βιβλίου πλημμύριζαν τον Τύπο με κείμενα - τα περισσότερα νηπιακού επιπέδου, όπως αν υπήρξε, φέρ' ειπείν, το κρυφό σχολειό!! Το αυτονόητον, ότι και υπήρξε και δεν υπήρξε (αναλόγως της επαρχίας και της περιόδου κατά την Τουρκοκρατία), πήγε περίπατο από μια λογική που επικαλείται μεν τον ορθό λόγο, αλλά σκέφτεται στερεοτυπικά με το πιο σκοταδιστικό αποτέλεσμα (Επί παραδείγματι: τέτοιον εξωραϊσμό των Οθωμανών αποστρέφεται, και καλά κάνει, ακόμα και η τουρκική ιστοριογραφία).

Ομως, παρ' ότι μια σέχτα, οι μεταμοντερνιστές («αναθεωρητές» κατά το λεγόμενον) ιστορικοί, η φασαρία που κατάφεραν να κάνουν είναι εντυπωσιακή - ένας όγκος δημοσιευμάτων στον Τύπο, απολύτως ανακόλουθος με το 90% των Ελλήνων, φάνηκε ισχυρότερος στις εντυπώσεις απ' τον όποιον αντίλογο. Μια «μαγική εικόνα» στην οποία δείχνει έτοιμος να υποτάσσεται ο Τύπος (μάλιστα ο κεντρικός) και διαθέσιμος να την αναπαραγάγει. Γιατί;

Ε ίναι φανερό ότι στην υπόθεση αυτή συγκρούσθηκαν δύο διαφορετικά ρεύματα στην ελληνική κοινωνία, που όμως διατρέχουν όλα τα κόμματα. Η έννοια του έθνους κατά τον πολιτικό της προσδιορισμό (και συνεπώς κατά την εξέλιξή της στην ιστορική διάρκεια), του πατριωτισμού, του διεθνισμού, των τάξεων, της λαϊκής παράδοσης, της μυθολογίας, της αυτογνωσίας, του εθνικισμού, του κοσμοπολιτισμού, του αυτοπροσδιορισμού, του ρατσισμού, των μειονοτήτων, της καταγωγικότητας, ετέθησαν στο τραπέζι και συγκρούσθηκαν μεταξύ τους, είτε με τις παρεκβάσεις τους και τις αλλοιώσεις, αναλόγως της μεταχείρισής των απ' τους διαλεγόμενους. Το κόλπο, ας πούμε, της σύγχυσης μεταξύ «εθνικού» και «εθνικιστικού», «διεθνιστικού» και «κοσμοπολίτικου» έδωσε και πήρε. Το ίδιο και οι αφορισμοί («ασυνέχεια του έθνους» άνευ αποδείξεως του γεγονότος) ή τα κλισέ όπως: «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό» - τρίχες! Αληθινό είναι ό,τι μπορεί να αποδειχθεί και συνεπώς χρήσιμο στο έθνος και τον λαό ό,τι μπορεί να του αποδειχθεί επίσης, ώστε να το αποδεχθεί.

Ομως, η μεταμοντερνική άποψη ότι ο καθένας έχει ή δικαιούται να έχει την αλήθεια του (καθώς εκφράστηκε και από την κυρία Ρεπούση: «η αλήθεια των άλλων»), άνετα μπορεί να οδηγήσει στο σβήσιμο του Ολοκαυτώματος ή της Γενοκτονίας των Αρμενίων, όσον και σε όλον αυτόν τον κοπετό μπουρδολογίας κι αμετροέπειας που χαρακτήρισε πολύν απ' τον λόγο σε αυτόν τον διάλογο.

Τ ο θέμα δεν τελείωσε. Απλώς οι αποδομητές έκαναν ένα λάθος σε αυτήν την ιστορία, πιθανόν μοιραίο, αλλά θα συνεχίσουν, διότι η πολιτική που τους έχει καλέσει υπό τα όπλα συνεχίζεται.

Παρ' ότι σέχτα, έχουν την ομοθυμαδόν υποστήριξη «εκσυγχρονιστών» και «μεταρρυθμιστών», όλων των νεοφιλελεύθερων δηλαδή στα δύο μεγάλα κόμματα, καθώς κι ορισμένων αριστερών, που βλέπουν το δένδρο (Χριστόδουλος) και δεν βλέπουν το δάσος (Σόρος). Μάλιστα, αυτοί οι τελευταίοι φαίνεται να τραβάνε ένα ζόρι ανεξήγητο. Εφθασαν να κατηγορούν αριστερούς συντρόφους τους ότι... λογοκρίνουν την... εξουσία ή ότι συμπλέουν με το ΛΑΟΣ. Ευκολίες ούτε καν σταλινικές! Πολύ υποδεέστερες. Ταυτοχρόνως, η σέχτα αυτή διαθέτει ιδιαιτέρως ισχυρή επιρροή στον Τύπο, παρά το κόστος που, κατά τη γνώμη μου, προκύπτει για τις εφημερίδες με τα παιδαριώδη τους κείμενα - άκρως αντιληπτά ως τέτοια απ' τους αναγνώστες.

Επίσης, ιδιαίτερη ισχύ έχει η ομάδα αυτή στα ΑΕΙ, όπου λύνει και δένει: καριέρες, προσωπικές σχέσεις, διαχείριση προγραμμάτων, επιδοτήσεων και συντεχνιακών καθιερώσεων. Προς τούτο, άλλοι τρομοκρατούμενοι κι άλλοι ιδιοτελείς, προσθέτουν, πλην Λακεδαιμονίων, εαυτούς στην όλη απαξία που κατέστησε κυρίαρχη στα ΑΕΙ κυρίως το ΠΑΣΟΚ (με τη Ν.Δ. ασμένως να ακολουθεί κατά πόδας, ώσπου να τα διαλύσει τελείως).

Τ έλος, αν η διαφορά ανάμεσα στις εφημερίδες και την τηλεόραση είναι η υψηλή ποιότητα που αναμένεται σε κείμενα, τουλάχιστον για τα κρίσιμα θέματα (ώστε να έχει για εμάς και κάποιο νόημα η επιδίωξη της αναγνωσιμότητας) σε αυτήν την υπόθεση αποτύχαμε. Λίγα ήταν τα κείμενα που κατέφυγαν στις πηγές ή περιέγραψαν με ειλικρίνεια τις πολιτικές και ιδεολογικές τους συντεταγμένες. Περίσσεψαν η αμάθεια, η επανάληψή της κατά κόρον - αφόρητα, οι ιδεοληψίες και οι ιταμοί χαρακτηρισμοί.

Εν κατακλείδι, επιτρέψτε μου μιαν παρατήρηση: πρέπει να γίνουμε πιο αυστηροί. Οσον αυστηροί είμαστε με τους εαυτούς μας πρέπει να γίνουμε και με τους άλλους. Και, κυρίως, οι αναγνώστες μαζί μας. Οταν γράφουμε μπούρδες, πρέπει να ελεγχόμεθα από εσάς. Εχει παρακρατήσει αυτή η φλουφλιά τής «αλήθειας του καθενός», δηλαδή του γενικευμένου ψεύδους...



ΣΤΑΘΗΣ Δ. Σταυρόπουλος

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

ΚΟΕ: Οι λόγοι για τους οποίους στις 16/9 ψηφίζουμε σήμερα


Σε λίγες μέρες θα ψηφίσουμε. Μέσα σε ένα σκηνικό άσχημο, σημαδεμένο από την εθνική καταστροφή των πυρκαγιών και τις προσπάθειες ιδιαίτερα της κυβέρνησης να «αγοράσει» τις εκλογές μέσω παροχών της τελευταίας στιγμής, οδηγώντας σε κατεξευτελισμό τους πληγέντες πολίτες, παίζοντας με τον πόνο τους. Μέσα σε ένα άσχημο σκηνικό, όπου το ένα κόμμα τάζει την ανέγερση ενός νέου διεθνούς αθλητικού κέντρου στην Ολυμπία και το άλλο τη δημιουργία μιας καινούριας πόλης με ονομασία Νέα Ολυμπία. Μέσα σε ένα άσχημο σκηνικό, όπου όλοι οι παράγοντες προσπαθούν να φτιασιδώσουν το δικομματισμό, και οι πιο επιτήδειοι να στηρίξουν τον Καραμανλή ώστε να συνεχίσει τη «μεταρρύθμιση» που τόσο έχουν ανάγκη το κεφάλαιο και όλοι οι παρατρεχάμενοί του στην Ελλάδα.

Είναι ενδεικτικό πως το δικομματικό σύστημα γνωρίζει μια έντονη αμφισβήτηση και επιφύλαξη από την πλειοψηφία του πληθυσμού – άσχετα από τι ποσοστά θα καταφέρει να συγκεντρώσει. Η εθνική καταστροφή –που έδειξε πολλά πράγματα για τη φύση και τα έργα του δικομματισμού– τρόμαξε τα κόμματα εξουσίας και σημάδεψε τη μίνι προεκλογική περίοδο. Οι δημοσκόποι αδυνατούν να πουν κάτι με σιγουριά, γιατί ο θυμός και η αγανάκτηση εκφράζεται έντονα όταν πλησιάζουν πολίτες και τους ρωτούν για το τι θα ψηφίσουν: είναι πολλοί εκείνοι που αρνούνται καν να απαντήσουν.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, όπου φάνηκε καθαρά η ανυπαρξία μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης ικανής να κάνει ζημιά στη ΝΔ και τον Καραμανλή, και σωστά πολλοί μιλούν για αλλεπάλληλα αυτογκόλ του ΠΑΣΟΚ λίγες μέρες πριν τις εκλογές, είναι ιδιαίτερα θετικό και ενθαρρυντικό να υπάρξει και να εκφραστεί ο θυμός και η τιμωρία του δικομματισμού και μέσα από τις κάλπες.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον έχει ανατραπεί επί της ουσίας ο σχεδιασμός του Καραμανλή να αιφνιδιάσει με το μίνι καλοκαιρινό εκλογικό πραξικόπημα των εκλογών-εξπρές που πήγε να επιβάλλει και ο περίπατος που νόμιζε ότι θα κάνει. Τσαλακώθηκε η εικόνα του, θα είναι πιο αδύναμος την επόμενη περίοδο και φυσικά –αν εκλεγεί– θα έχει μια μικρότερη πλειοψηφία μέσα στη Βουλή, και ίσως μικρότερη ευχέρεια κινήσεων. Όποια κυβέρνηση και να βγει, είτε αυτοδύναμη είτε συνεργασίας, θα έχει πιο κοντινό τον κίνδυνο της οργής και της δυσφορίας του κόσμου. Η γραμμή της «εθνικής συναίνεσης» μπροστά στις καταστροφές θα υποστεί ρωγμές που ίσως είναι σημαντικές, όταν η αντιπολίτευση εκφραστεί εκεί που πονά το σύστημα: στους δρόμους.

Υποστηρίζουμε ότι τα μηνύματα των αγώνων της προηγούμενης περιόδου, με χαρακτηριστικότερο τον αγώνα ενάντια στην κατάργηση του άρθρου 16, έχουν σπείρει ένα σπόρο που μπορεί να ανθίσει και την επόμενη περίοδο: Η συνταγματική αναθεώρηση δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση, το άρθρο 24 δεν θα μπορέσει να καταργηθεί, η μάχη του ασφαλιστικού θα δοθεί έτσι κι αλλιώς, η απονομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής θα συνεχιστεί στις συνειδήσεις του κόσμου. Η διαδήλωση της 29/8 στο Σύνταγμα με τις 25.000 κόσμου δείχνει αρκετά πράγματα για όποιον θέλει να τα αφουγκραστεί.

Σε αυτήν την κατεύθυνση έχει παίξει οπωσδήποτε ένα θετικό ρόλο ο ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη περίοδο. Η ενίσχυσή του μέσα από τις κάλπες θα σηματοδοτήσει τη θέληση του κόσμου για μια πραγματική αριστερή ριζοσπαστική αντιπολίτευση. Θα σημάνει υποστήριξη σε μια πολιτική για την αλλαγή των συσχετισμών, για την έκφραση των καταπιεζομένων, για ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, για νέες διεργασίες μέσα στην Αριστερά, για αλλαγές σε όλους τους κοινωνικούς χώρους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μοναδική αριστερή αντινεοφιλελεύθερη συσπείρωση (σήμερα τον συγκροτούν 9 δυνάμεις, ενώ το 2004 αποτελούνταν από 5 κόμματα και οργανώσεις) που στηρίζεται σε μια πείρα κοινής δράσης και παρεμβάσεων, διαλόγου και διεργασιών μέσα στην ίδια την Αριστερά, με σεβασμό και ανεξαρτησία της κάθε δύναμης, με πλουραλισμό και με δυνατότητα έκφρασης ενός διάχυτου ριζοσπαστικού δυναμικού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο μια απλή εκλογική συνεργασία (και μόνο αυτό πάλι δεν θα ήταν αρνητικό) αλλά κάτι πολύ περισσότερο: Ακουμπά πάνω στην ανάγκη ανασυγκρότησης της Αριστεράς, πάνω στο αίτημα να ξαναχτιστεί πραγματικά κι όχι στα λόγια η αξιοπιστία της Αριστεράς, πάνω στην απαίτηση να κτιστούν μέτωπα και αντιστάσεις σε όλους τους χώρους για να αλλάξουν οι αρνητικοί συσχετισμοί.

Η δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ είναι οι ανάγκες και η πίεση που ασκεί ο «λαός της Αριστεράς» μαζί με τα κινήματα και τις αντιστάσεις για αλλαγή της ίδιας της Αριστεράς, για ανάδειξη ενός στόχου που πραγματικά να αλλάζει το τοπίο: Θα αποδειχτεί η Αριστερά ικανή να συμβάλλει στη δημιουργία ενός πολιτικού και κοινωνικού μετώπου ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού; Θα δώσει χώρο και δυνάμεις να εκφραστεί γνήσια αυτή η απαίτηση, ή θα λοξοδρομήσει προς διάφορες πραχτικές γνωστές και μη εξαιρετέες σε όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς; Θα μπορέσει να είναι χρήσιμη και κοντά στους πολίτες, ή θα πορευτεί με τον ίδιο τρόπο που πορεύτηκε τις πρόσφατες δεκαετίες; Θα αποκτήσει ένα λόγο που να είναι ελκτικός, που να απαντά στις σύγχρονες πραγματικές προκλήσεις, ή θα βυθιστεί στο «κάνω μικροπολιτική» εξακολουθώντας να απωθεί τον κόσμο της;

Λένε ότι «η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού». Και όποιοι το λένε δικαιολογούν με αυτό την όποια επιλογή τους, την όποια ταχτική τους. Η αριστερή πολιτική σήμερα μπορεί να βάλει έναν εφικτό, εφικτότατο πολιτικό στόχο: να αλλάξει τους συσχετισμούς, και αυτό να μορφοποιηθεί με τη δημιουργία ενός πολύμορφου αλλά σαφώς διακριτού κοινωνικού και πολιτικού μετώπου δυνάμεων που αντιπαλεύουν το νεοφιλελευθερισμό. Αν θέλουμε λοιπόν να ασχολιόμαστε με την πολιτική και να μην υποβαθμίζουμε τον εαυτό μας και το πεδίο, πρέπει να αναρωτηθούμε για τις δυνατότητες, τα βήματα, τις μικρές και μεγάλες μάχες, τα υλικά και τα πολεμοφόδια που έχουμε σήμερα, για να προωθήσουμε το στόχο αυτό. Από την άποψη αυτή, η ύπαρξη, η ενδυνάμωση, η ουσιαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια από τις πιο ουσιαστικές και γόνιμες κινήσεις. Είναι η απόδειξη ότι μπορούν να ενεργοποιηθούν δυνάμεις, να δρομολογηθούν εξελίξεις, να δημιουργηθούν γεγονότα (μικρά και μεγάλα), να πιεστούν δυνάμεις σε μια ορισμένη συμπεριφορά. Τελικά, να αλλάξουν τα πράγματα και οι συσχετισμοί σε ένα επίπεδο, ώστε να μπορούν να προχωρήσουν και άλλες διαδικασίες μετά.

Δεν κάνουμε το λάθος να ταυτίζουμε το ΣΥΡΙΖΑ με το πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο. Αλλά και δεν κάνουμε το λάθος να υποτιμούμε τη σημασία που έχει το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ –σαν δυνατότητα και πραγματικότητα– ώστε με μαζικούς όρους να μπουν οι βάσεις ανασυγκρότησης της Αριστεράς.

Ψήφο λοιπόν στο ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν η μόνη ενωτική αριστερή φωνή και η πραγματική αντιπολίτευση με μαζικούς όρους στη νεοφιλελεύθερη πολιτική μέσα και έξω από τη Βουλή. Ψήφο στο ΣΥΡΙΖΑ για να αλλάξει το τοπίο, ψήφο στο ΣΥΡΙΖΑ για να στηριχτεί το σύνθημα «Να νικήσει η ζωή» απέναντι στις εκατόμβες που ετοιμάζει κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή το γερασμένο σύστημα που κυριαρχεί, ο καπιταλισμός.

Ψήφο στο ΣΥΡΙΖΑ για να συνεχιστεί με μεγαλύτερη ορμή το εγχείρημα αυτό, να μην αποτελέσει όχημα εκλογικής μόνο παρουσίας, για να μπορούμε να αντισταθούμε από καλύτερες θέσεις και πιο συλλογικά, για να βάλουμε τις βάσεις να αλλάξουν πολλά πράγματα και μέσα στην Αριστερά.

Και αφού είναι έτσι τα πράγματα, και ο ΣΥΡΙΖΑ ένας ζωντανός οργανισμός, ενισχύστε στα πλαίσιά του τις δυνάμεις εκείνες που μοχθούν για το πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, εκείνες τις δυνάμεις και υποψηφίους που προέρχονται από τα κινήματα και δεσμεύονται ρητά για την επόμενη μέρα, εκείνες τις δυνάμεις και υποψηφίους που έχουν ένα πολιτικό, ηθικό και αγωνιστικό εκτόπισμα και δεν ενδιαφέρονται για μια θέση στο σκοτεινιασμένο ήλιο του γερασμένου συστήματος!

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

Προκήρυξη Μ-Λ Κ.Κ.Ε :ΝΔ-ΠΑΣOK μπροστά στις εκλογές συγκαλύπτουν τη γραμμή υποτέλειας στους ιμπεριαλιστές



ΝΔ-ΠΑΣOK μπροστά στις εκλογές συγκαλύπτουν τη γραμμή υποτέλειας στους ιμπεριαλιστές

Mέσα στη σκόπιμα σύντομη προεκλογική περίοδο και κάτω από τις στάχτες των πρόσφατων πυρκαγιών, τα δύο μεγάλα κόμματα ―και όχι μόνον― προσπαθούν να αποφύγουν τη συζήτηση κρίσιμων ζητημάτων για το λαό και τη χώρα, για να μη φανούν οι αντιλαϊκές τους επιλογές και να καταφέρουν έτσι να υφαρπάξουν την ψήφο των πολιτών. Έτσι στο απυρόβλητο παραμένουν και τα εθνικά θέματα, τα οποία μπορεί να φαίνεται ότι δεν επηρεάζουν άμεσα την «καθημερινότητα του πολίτη», προσφιλή προεκλογική έκφραση όλων των κομμάτων και των φερεφώνων τους (ΜΜΕ), όμως μέσα από την όξυνσή τους μπορεί να οδηγήσουν σε επικίνδυνες εξελίξεις και σε περιπέτειες το λαό μας αλλά και τους λαούς της ευρύτερης περιοχής. Εκτός αυτού, όμως, πολιτικές της ΕΕ και του ΝΑΤO (Oδηγίες, Κοινή Αγροτική Πολιτική, συμμετοχή της χώρας μας σε επεμβάσεις, εξοπλιστικά προγράμματα μαμμούθ κ.λπ.) επηρεάζουν άμεσα και καθοριστικά την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας και κατ’ επέκταση την «καθημερινότητα του πολίτη».

Τι να πουν όμως για τα θέματα αυτά ΝΔ και ΠΑΣOK, όταν την πολιτική των κυβερνήσεών τους τη διαπερνά σαν κόκκινη κλωστή η γραμμή της εξάρτησης και της υποτέλειας, όταν δίνουν «γην και ύδωρ» στους ιμπεριαλιστές;

ΝΔ και ΠΑΣOK έχουν αποδεχτεί την πρόσδεση της χώρας μας στο άρμα της ΕΕ και έχουν προσυπογράψει όλες τις συμφωνίες (Μάαστριχτ, Λισσαβώνα, Ευρωσύνταγμα, o­nE, Μπολόνια, Σένγκεν κ.λπ.), που δημιουργούν ένα σιδερένιο πλέγμα σε βάρος των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της νεολαίας: εργατικές κατακτήσεις, πολιτικά δικαιώματα και δημοκρατικές ελευθερίες, μισθοί και συντάξεις, υγεία και παιδεία μπαίνουν στο κρεβάτι του Προκρούστη, γίνονται φθηνή καύσιμη ύλη, οδηγούνται στο θυσιαστήριο για να ενισχύσουν την κερδοφορία, του καπιταλιστικού Μινώταυρου.

Στα πλαίσια αυτά όλοι οι Έλληνες υπουργοί Γεωργίας έχουν υπογράψει την ΚΑΠ και όλες τις αναθεωρήσεις της, πήραν όλα τα μέτρα που αυτές υπαγόρευσαν, βάζοντας τη θηλειά στο λαιμό της μικρομεσαίας αγροτιάς.

Τρεις φορές ο Καραμανλής σαν πρωθυπουργός πήγε στην Oυάσιγκτον για να ακούσει από πρώτο χέρι his master’s voice, ενώ η Ντόρα Μπακογιάννη, ΥΠΕΞ και εκλεκτή των Αμερικανών, πήρε ανοικτές θέσεις, σύμφωνες με τη θέλησή τους, με αποκορύφωμα την εσπευσμένη, μεταξύ των Ευρωπαίων «προθύμων», θέση της, για την εγκατάσταση νέων αμερικανικών πυραύλων στην ανατολική Ευρώπη, αλλά και στη χώρα μας. Στη θέση της, για μεγάλο διάστημα, στις κυβερνήσεις Σημίτη, βρέθηκε σαν ΥΠΕΞ ο σημερινός αρχηγός του ΠΑΣOK Γ. Παπανδρέου, ο οποίος με τον ίδιο τρόπο έπαιξε το ρόλο του κολαούζου και του πλασιέ των αμερικανικών θέσεων σε Βαλκάνια και Μέση Ανατολή. O ίδιος άλλωστε ο πρωθυπουργός του, ο Σημίτης, «αγαπημένο δίδυμο» των Αμερικανών με τον υπουργό του, με το «ευχαριστώ τους Αμερικανούς», στην κρίση των Ίμια, σφράγισε αυτή την πολιτική.

Στα πλαίσια αυτά οι κυβερνήσεις του ΠΑΣOK με τον Γιωργάκη ΥΠΕΞ μετέτρεψαν τη χώρα μας σε ορμητήριο των ιμπεριαλιστών, παραχώρησαν βάσεις, δρόμους, λιμάνια και αεροδρόμια στους φονιάδες, για να περάσουν τα νατοϊκά στρατεύματα και να κομματιάσουν τα Βαλκάνια και την πολύπαθη γειτονική Γιουγκοσλαβία. Η βάση της Σούδας στην Κρήτη έπαιξε και παίζει κρίσιμο ρόλο στην επέμβαση-επιδρομή και κατοχή του Αφγανιστάν και του Ιράκ. Oι κυβερνήσεις του ΠΑΣOK έστειλαν και η κυβέρνηση της ΝΔ διατηρεί ελληνικά στρατεύματα στις δεκάδες επεμβάσεις και κατοχές σε Βοσνία, Κόσσοβο, Αφγανιστάν και Ιράκ.

Στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου από τη θέση για το απαραβίαστο των συνόρων της Σερβίας άλλαξαν γραμμή, τάχθηκαν ανοιχτά στο πλευρό των Αμερικανών και Ντόρα Μπακογιάννη σαν ΥΠΕΞ και Γ. Παπανδρέου σαν πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, βρέθηκαν να πιέζουν το Βελιγράδι για να αποδεχτεί την «ανεξαρτητοποίηση» του Κοσσόβου.

Με τόσες υπηρεσίες περίμεναν ανταλλάγματα από τους Αμερικανοευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Αντί όμως γι’ αυτή ήρθε η αναγνώριση των Σκοπίων από την Oυάσιγκτον με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και η επαπειλούμενη ένταξή της σε ΝΑΤO-EE, παρά τους λεονταρισμούς και τα υποκριτικά διατυμπανιζόμενα «βέτο» της ΝΔ και του ΠAΣOK, είναι έτοιμοι να ευθυγραμμιστούν στους ορισμούς των διεθνών κηδεμόνων τους.

Ένα δυνατό χαστούκι έφαγαν και στο Κυπριακό, με το διχοτομικό αμερικανοβρετανικό σχέδιο Ανάν, το οποίο απέρριψε κατηγορηματικά η πλειοψηφία του κυπριακού λαού. Και ενώ Μητσοτάκης και Μπακογιάννη, Σημίτης και Παπανδρέου υπερασπίστηκαν ανοιχτά το σχέδιο Ανάν, πίεσαν να γίνει αποδεκτό, επενέβησαν ωμά και ανοιχτά στα εσωτερικά της Κύπρου, με στόχο την απομάκρυνση του Κύπριου Προέδρου, θέλουν και σήμερα να επαναφέρουν από την πίσω πόρτα το κακόφημο αυτό σχέδιο και συνεχίζουν να απεργάζονται σενάρια σε βάρος του Τ. Παπαδόπουλου με τη βοήθεια και του ΑΚΕΛ.

Με διαδοχικές υποχωρήσεις των κυβερνήσεων του ΠΑΣOK και της ΝΔ, με τα ζεϊμπέκικα του Γ. Παπανδρέου με τον Γκιουλ και τις κουμπαριές Καραμανλή και Ερντογάν, μ’ έναν υπαγορευμένο από τους Αμερικανούς ελληνοτουρκικό διάλογο, έφτασαν σε σημείο το Αιγαίο να μετατραπεί σε αμερικανονατοϊκή λίμνη. Μέσα από τις συμφωνίες του Ελσίνκι και της Μαδρίτης, αναγνώρισαν ζωτικά συμφέροντα της Άγκυρας στο Αιγαίο, την ύπαρξη και την αναγκαιότητα για συζήτηση και άλλων ζητημάτων πλην του μέχρι σήμερα ενός και μόνο προβλήματος, της υφαλοκρηπίδας. Αυτό άνοιξε και άλλο τις ορέξεις της Τουρκίας που γέμισε με «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο και αύξησε τον αριθμό των παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά μαχητικά.

Σαν συνέπεια, μάλιστα, εναέριας εμπλοκής είχαμε την πτώση ελληνικού μαχητικού και το θάνατο του Έλληνα πιλότου Ηλιάκη, με την κυβέρνηση Καραμανλή ουσιαστικά «να ποιεί την νήσσαν».

Αυτή είναι η πληρωμή από τους ιμπεριαλιστές της γραμμής της υποτέλειας που ακολούθησαν και ακολουθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣOK. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, με διάφορες κατά καιρούς εκθέσεις αναμοχλεύουν και τα ζητήματα της Θράκης με τη χρησιμοποίηση της μειονότητας που ζει στην περιοχή.

Προκηρυξη Α.Σ.Κ.Ε


Όλοι μας βλέπουμε ή διαισθανόμαστε τι συμβαίνει στη χώρα και την κοινωνία μας και οι περισσότεροι αγωνιούν. Δεν αρκεί, φυσικά, αυτό. Πρέπει να γνωρίζουμε τα αίτια της κακοδαιμονίας μας και, επόμενα, να αποφασίσουμε τι πρέπει και τι είναι δυνατόν να γίνει, ώστε να αρχίσει η ανάστροφη πορεία, η ανάδραση.
ΓΙΑΤΙ, π.χ., κανείς, ιδιαίτερα νέος, δεν προσδοκά να ζήσει ανεκτά από τη νόμιμη εργασία του, αν έχει..., και εναποθέτει τις ελπίδες του στο τζόγο ή τα δάνεια, αν αρνείται ακόμη να γίνει απατεώνας ή αεριτζής; Και από την άλλη κάποιοι να επιδεικνύουν πλούτο μεγιστάνων, να γιγαντώνονται τα κέρδη των τραπεζών, οι υπεράκτιες αδιαφανείς εταιρείες και η ασύλληπτη διαφθορά, ακόμη και στην Υγεία, τη Δικαιοσύνη, τα Σώματα Ασφαλείας; ΓΙΑΤΙ,σε κάθε τομέα η παραγωγή εξαφανίζεται και η πολιτεία μας συντηρείται με εκρηκτικό σε μέγεθος δανεισμό και ξένα, ακόμη και γεωργικά(!), προϊόντα έχουν υποκαταστήσει τα δικά μας, ενώ ταυτόχρονα η χώρα μας κατακλύζεται από αφύσικα μεγάλο αριθμό μεταναστών (σε βάρος τελικά και των ίδιων);
ΓΙΑΤΙ, η δημοκρατία μας να λειτουργεί μόνο ονομαστικά, αλλού να
αποφασίζονται τα πάντα, κάτω από την έξαλλη προπαγάνδα των ασύδοτων Μ.Μ.Ε.; ΓΙΑΤΙ, οι υποτιθέμενοι πολιτικοί εκπρόσωποί μας και οι αυτοπροσδιοριζόμενοι σαν διανοούμενοι και πνευματικοί ταγοί, στη μεγάλη πλειονότητά τους να διαλύουν την Παιδεία μας, να επιχειρούν ενορχηστρωμένα να μας απογυμνώσουν από κάθε εθνικό, κοινωνικό, πολιτιστικό στοιχείο, που θα προετοίμαζε πολίτες μιας κοινωνίας με τα διακριτά γνωρίσματα και εφόδια επιβίωσης της στην πορεία της πανανθρώπινης κοινωνίας; Και ταυτόχρονα να ανέχονται κάθε ιταμή και παράλογη πρόκληση των γειτόνων μας και να αποδέχονται ακόμη και «περιορισμό των συνόρων μας» ή το επαίσχυντο σχέδιο Ανάν;

"Το να εξηγούμε τα πάντα προκαλεί νέες ερωτήσεις, οι οποίες μπορούν να αποφεύγονται, εάν μάθουμε να παγώνουμε ένα τμήμα πληροφοριών... Μια δόση κυνισμού και μερικές φορές υποκρισίας στον τρόπο παροχής πληροφοριών είναι απαραίτητη
[Οδηγία της Κομισιόν (της "κυβέρνησης" της Ευρωπαϊκής Ένωσης) προς την ομάδα τύπου της. Ελευθεροτυπία 29/9/2000.]

Τι φταίει που φτάσαμε ως εδώ;

Υπάρχει εξήγηση, αναγκαστικά περιληπτική και σχηματική.
-Ζούμε σ' έναν κόσμο, ιδίως μετά την κατάρρευση του αντίπαλου δέους το 1990, που κυριαρχείται από τον κοντόφθαλμο ξέφρενο και χυδαίο καπιταλισμό του ασύδοτου κέρδους και της αδιαφορίας για τον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον. Επιχειρούν να καταργήσουν ό,τι με αγώνες οι λαοί, εδώ και 150 χρόνια, κατέκτησαν και απροκάλυπτα προωθούν τις "κοινωνίες των 2/3", ξεγράφοντας από την ανθρώπινη ζωή ρητά τουλάχιστον το 1/3 των ανθρώπων, ακόμη και των δικών τους, διότι έτσι μόνο, λένε, εξασφαλίζεται η "ανάπτυξη"!! Και μάλιστα, παρουσιάζουν αυτό το σύστημα ως αναγκαστικό, νομοτελειακό μονόδρομο, παρά το ότι οι τριγμοί των αντιφάσεων και της κατάρρευσης του ακούγονται παντού και όχι μόνο στη Λατινική Αμερική.

"Η Ευρώπη (σ.σ.: εννοεί την Ε.Ε.) είναι σήμερα πολύτιμη, επειδή πειθαναγκάζει σε ιδιωτικοποιήσεις και φιλελευθεροποίηση, που καμιά εθνική κυβέρνηση δε θα ήταν σε θέση ούτε καν να ονειρευτεί. Διότι οι κυβερνήσεις, ακόμη και δεξιότερες από αυτήν του κ. Κολ, διατηρούν ευαισθησίες, έστω και για ψηφοθηρικούς λογούς [...] Η Ευρώπη είναι σήμερα πραγματική ευλογία θεού (σ.σ. για τους μεγαλοκαρχαρίες!!) [...] Κύρια ευεργετική συνέπεια του ευρώ είναι ότι εγκαθιστά επ' άπειρον λιτότητα εισοδημάτων των εργαζομένων στην Ευρώπη. Καμιά εθνική κυβέρνηση δε θα μπορούσε να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα."

[Hans-Olaf Henkel ( Πρόεδρος Γερμανών Βιομηχάνων), Le Monde, 31/5/1999.]


-Στο δικό μας ευρύτερο χώρο εκφραστής αυτής της τάχα παγκοσμιοποίησης είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.). Στόχος της (αναλυτικά στο βιβλίο μας ΑΣΚΕ-4) ο πλήρης έλεγχος και η απομύζηση των περιφερειακών χωρών (νεοαποικισμός), με στηρίγματα τις τοπικές ελίτ, που έτσι εξασφαλίζουν και αυτές την επιβίωση τους. Επιβάλλει σ' αυτές στυγνούς κανόνες διάλυσης της παραγωγής τους, ώστε να διαθέτει τα δικά της αντίστοιχα προϊόντα, ακόμη και γεωργικά άλλων, έξω από την Ε.Ε., χωρών, για να έχει ελεύθερη πρόσβαση στις αγορές τους. Εξαναγκάζει σε μειώσεις μισθών και συντάξεων, σε ανεργία, ώστε εύκολα και κερδοφόρα να ιδρύει τις δικές της επιχειρήσεις. Και ταυτόχρονα, για να αγοράζονται τα προϊόντα της, προωθεί μέσω των ληστρικών, εν πολλοίς δικών της, τραπεζών ένα φρενήρη δανεισμό, «για να κυκλοφορεί χρήμα»(!), απειλώντας ακόμη, μετά την αφαίμαξη του χρηματιστηρίου, και ό,τι ακίνητο απέμεινε στους δυστυχείς ιθαγενείς.
Για να τα επιτύχει αυτά, προωθεί στην εξουσία τους δικούς της ανθρώπους, με όργανα τα Μ.Μ.Ε., τις "Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις" τους(!) και τους αδρά αμειβόμενους με διάφορους τρόπους "διανοουμένους" μας, που αποδέχονται κάθε "ντιρεκτίβα" και κάθε "συνθήκη" της, που μας αλυσοδένουν συστηματικά. Και αυτοί είναι ιδιαίτερα απαραίτητοι για την Ε.Ε., γιατί στην Ελλάδα έχουμε άλλη ιστορική διαδρομή, πάντοτε αντιθετική προς τη δική τους, άλλη γλώσσα, κουλτούρα, θρησκεία, παραδόσεις, κοινωνικές σχέσεις κι έτσι πρέπει να αφανισθεί με τις ενέργειές τους κάθε τι που ονομάζεται εθνικό, ελληνικό ή ορθόδοξο και να ευνοηθεί όποια διεκδίκηση ή επίθεση των γειτόνων μας.

Γιατί δεν αντιδρά η κοινωνία μας


Είναι γεγονός πως για λόγους ιστορικούς (δες ΑΣΚΕ-4) δεν έχουμε τυπικά διακριτές τάξεις, που θα αγωνίζονταν για τα δικά τους, έστω, συμφέροντα (ακόμη και η παλαιότερη εργατική τάξη αποτελείται τώρα εν πολλοίς από τους μετανάστες, υποκείμενους ακόμη σε άγρια εκμετάλλευση). Επικρατεί όντως μεγάλη κοινωνική κινητικότητα. Όλοι, δυνητικά, θα μπορούσαν να εκτιναχθούν στην κορυφή(!), να αποτελέσουν τα "νέα τζάκια" του Γιωργάκη. Αυτή η "άνοδος" όμως δεν είναι αποτέλεσμα μιας, άδικης έστω, παραγωγικής διαδικασίας, αλλά μεταπρατικά, αεριτζήδικα συνήθως, δημιουργήματα μιας επιδοτούμενης διαφθοράς, Χωρίς αυτή δε θα μπορούσε να διατηρηθεί το σύστημα, που στηρίζεται στη συνενοχή και, έτσι. στην ανοχή και την αδιέξοδη ελπίδα της ατομικής επίλυσης του γενικού κοινωνικού προβλήματος.
Αυτό και άλλα (π.χ. η αγωνία και για την επιβίωση) οδηγούν στην απαισιοδοξία, την ανασφάλεια, την παραίτηση από την πραγματική πολιτική και την πρόσδεση στις πελατειακές, πράγματι αδιέξοδες, σχέσεις, και, δυστυχώς, περισσότερο τους νέους ανθρώπους.

Η πρόταση του ΑΣΚΕ

Σήμερα τουλάχιστον, ο εθνικός χαρακτήρας της πορείας κάθε χώρας θεωρείται πλέον κοινά παραδεκτός, εκτός από τους συναισθηματικά δέσμιους δογματικών αντιλήψεων ή τους επ' αμοιβή παντός είδους υποστηρικτές (μεταξύ τους και τέως αριστεροί) των διαφόρων "παγκοσμιοποιήσεων", χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν επιβάλλεται η αλληλοβοήθεια των λαών. Απαιτείται, έτσι:

Α) Εθνική Ανεξαρτησία, αυτόνομη και αυτόβουλη δράση για όσα οι ίδιοι οι λαοί αποφασίζουν. Δε νοείται να δεχόμαστε την υποδούλωση στην Ε.Ε. και τα συμφέροντά της και ταυτόχρονα να ελπίζουμε σε δική μας ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη. Δε νοείται να θέλουμε την επιβίωσή μας ως λαός, χώρα ή έθνος και ταυτόχρονα να δεχόμαστε τους εδώ τοποτηρητές των Η.Π.Α. και της Ε.Ε. ότι θα μας «προστατεύσουν». Τον δεδομένο και τον εθελόδουλο κανένας, ποτέ, δεν υπολογίζει. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει, κι ας κινδυνολογούν οι «παπαγάλοι» τους. Σχέσεις καλές με όλους, με αμοιβαίο όφελος φυσικά, απελευθέρωση όμως από κέντρα, όπως Ε.Ε. και NATO , που μόνο για τα συμφέροντά τους κόπτονται, με δικό μας κόστος...
Β) Κοινωνική Δικαιοσύνη και, ναι, Σοσιαλισμός παρά τη δυσφήμηση που υπέστη ο όρος, απ' όσους τον διαστρέβλωσαν ή τον καπηλεύονται.
Όλα δείχνουν, ανάγλυφα, το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούνται τα συστήματα της ασύδοτης "Ελεύθερης Αγοράς" (που δεν είναι καν ελεύθερη) και του απεριόριστου και ανεξέλεγκτου κέρδους. Όποιο σύστημα δεν έχει πραγματικό επίκεντρο την ολόπλευρη ανάπτυξη όλων ανεξαιρέτως και την ισόμετρη ή ανάλογη, έστω, ικανοποίηση των αναγκών τους, είναι πλέον καταδικασμένο σε αυτοκαταστροφή. Δε νοείται, λογικά, πλέον παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών κοινωνικής αναγκαιότητας να βρίσκεται σε χέρια ζηλωτών του ίδιου κέρδους και μάλιστα ξένων. Υγεία, Παιδεία, παραγωγικά μέσα κεντρικής σημασίας, πληροφόρηση, πολιτισμός, όλα κάτω από εθνικό κοινωνικό έλεγχο και προστασία, και όχι, αναγκαστικά, κρατικό. Όσο για τα μέσα, τους πόρους, όλοι γνωρίζουν ότι διαθέτουμε άφθονες πηγές και ανθρώπινο δυναμικό, φθάνει να θέλουμε εμείς να τα χρησιμοποιήσουμε για δικό μας όφελος και πάντοτε όχι σε βάρος των άλλων.

"...Όλοι εκείνοι που αποχτούνε μεγάλα πλούτη η μεγάλη δύναμη, τ' αποχτούνε ή με δόλο η με βία� και στερνά, τα όσα βάλανε στο χέρι ή με απάτη ή με το ζόρι, τα κολάζουν με ψεύτικο όνομα και τα λένε κέρδος, για να κρύψουν την αισχρότητα του αποχτήματός τους..."
(Νικολό Μακιαβέλι)


Γ) Προστασία, διεύρυνση και εμβάθυνση της Δημοκρατίας
Προϋπόθεση για τα προηγούμενα είναι η πραγματική Δημοκρατία και όχι μόνο η πολιτική. Όταν η Δημοκρατία μπορεί να λειτουργήσει ελεύθερα (και αυτό εξαρτάται από μας), τότε αναγκαστικά η κατάληξη θα είναι τα παραπάνω. Η Δημοκρατία δεν είναι μόνο, όμως, μέσο για τα προηγούμενα, αλλά και αυτοσκοπός, εκεί όπου πραγματικά επιδιώκεται αυτόνομος, αυτοαναπτυσσόμενος, αυτοσυνείδητος άνθρωπος-πολίτης. Τότε δε θα νοείται να υπάρχουν εκπρόσωποι δοτοί ξένων ή εντόπιων κέντρων. Ούτε χειραγώγηση με οποιοδήποτε τρόπο της κοινής γνώμης. Ούτε, φυσικά, Μ.Μ.Ε. στα χέρια του πλούτου, εντόπιου ή ξένου.


"Που πήγε η μέρα η δίκοπη, που είχε τα πάντα αλλάξει; Δε θα βρεθεί ένας ποταμός, να' ναι για μας πλωτός;"
(Γιώργος Σεφέρης)

"Καλοί μου άνθρωποι, πως μπορείτε να σκύβετε ακόμη; να μη χαμογελάτε; Ανοιχτέ τα παράθυρα! ..Αστράφτει ο κόσμος, ακούραστος. Κοιτάχτε."
(Γιάννης Ρίτσος)



Δ) Πολιτισμός αυτοαναπτυσσόμενος και συνεχώς εμπλουτιζόμενος

Όλα τα προηγούμενα, σε όποιο βαθμό κι αν πληγούν, θα υπάρχουν πάντα ελπίδες ανάκαμψης. Αν όμως πληγεί ο πολιτισμός ενός λαού, ενός έθνους, αν με τεχνητά, έξωθεν υποκινούμενα, μέσα καταστραφεί η ιδιοσυστασία του, αποτέλεσμα μακρόχρονης ιστορικής πορείας δοκιμασιών, δοκιμών, εκφράσεων, εκδηλώσεών του, τότε τα πάντα θα έχουν χαθεί. Δε θα υπάρχει δυνατότητα έστω κάποιας αντίδρασης στην υποταγή και τον αφανισμό.
Αυτό τώρα επιχειρείται, ολόπλευρα και συστηματικά. Να γίνουμε άμορφη μάζα, εύκολη λεία των όποιων παγκοσμιοποιήσεων. Χωρίς γλώσσα, χωρίς ιστορία, χωρίς πίστεις, θρησκευτικές ή μη, χωρίς "μύθους" ή εθιμικές τελετουργίες, εκδηλώσεις, συμπεριφορές, χωρίς κανένα πλαίσιο αναφοράς, άρα πραγματικής επικοινωνίας. Ειδικά για μας, όπως αναφέραμε προηγούμενα.
Το τι τα παραπάνω συνεπάγονται ότι πρέπει να κάνουμε είναι σχεδόν αυτονόητα. Καμιά ανοχή σε όσους, τάχα προοδευτικούς, επιδιώκουν την αλλοτρίωσή μας απ' ό,τι μας χαρακτηρίζει και μας βοηθά στην επιβίωσή μας. Και ό,τι είναι ατελές, εμείς στην πορεία θα το εμπλουτίσουμε, όπως θα θελήσουμε εμείς και όχι αυτοί.

Πρόσκληση: Στους αναγνώστες αυτού του, περιληπτικού, κειμένου εναπόκειται να κρίνουν ποιοι από τους "γνωστούς" πολιτικούς ή κόμματα ειλικρινά αποδέχονται και αξιόπιστα υπόσχονται να αγωνιστούν για την πραγμάτωση των παραπάνω. Δεν είμαστε, φυσικά, μόνο εμείς που πιστεύουμε σ' αυτά. Ελπίζουμε να συναντηθούμε κάποτε ή και σύντομα, μετά την αλληλογνωριμία μας. Και όσοι αισθάνονται ότι είναι, έστω και μερικά, έτοιμοι να συνδράμουν σ' αυτή την πορεία, ας μας βοηθήσουν, όπως αυτοί θα νομίζουν, και όχι μόνο εκλογικά.

Η Εκτελεστική Επιτροπή
Καργόπουλος Νίκος
Καρναβάς Θοδωρής
Λαουρδέκης Γιώργος
Λεοντόπουλος Νίκος
Μπινίκου Πόπη
Παλλαδινός Δημήτρης
Στενός Σήφης
Χατζηεμμανουήλ Μανόλης

ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ (Α.Σ.Κ.Ε.)

Την Κυριακή ας μην ξέχασουμε να μαυρίσουμε την Μαυρέτα ...Αχ Συγνώμη την Μαριέττα