Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

40 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ...





Σαράντα χρόνια κλείνουν αύριο, Αλέκο, από τη μέρα εκείνη που, μαζί με λίγους συναγωνιστές σου, προσπάθησες να κάνεις αυτό που κανείς δεν σκέφτηκε: να σκοτώσεις τον τύραννο. Ήταν η αρχή ενός δύσκολου αγώνα...

Αλήθεια, Αλέκο, τι κι αν έπεσε η Χούντα; Όλα τη θυμίζουν. Μπορεί να μην έχουμε ΕΑΤ, έχουμε όμως τα ΜΑΤ. Έχουμε εξουσία που αγοράζει κάθε καινούργιο μαραφέτι στους αστυνομικούς για να «μας φυλάνε» καλύτερα. Κι αν οι συνταγματάρχες είχαν την αλαζονεία της ατιμωρησίας, σήμερα έχουμε μια δικαιοσύνη που στέλνει τις υποθέσεις των πολιτικών στο αρχείο. Δεν έχουμε λογοκριτές, άλλωστε είναι άχρηστοι. Ελάχιστοι δημοσιογράφοι θα μας ενημέρωναν για πράγματα, που θα δυσαρεστούσαν τα αφεντικά τους. Και αν δεν έχουμε χαφιέδες που να κοιτάζουν να κάτσουμε καλά, έχουμε κομματικούς στρατούς στο συνδικαλισμό, οι οποίοι αδιαφορούν για τα πραγματικά προβλήματα των εργαζομένων και των φοιτητών. Τους φτάνει να φέρνουν καλά ‘νούμερα’ στο κόμμα τους. Κι όπως η Χούντα διατηρούσε ένα Κοινοβούλιο-παρωδία (‘συμβουλευτική’), η... κομματική πειθαρχία κι οι στημένοι καυγάδες έχουν απαξιώσει το θεσμό ακόμα χειρότερα.

Ποια η διαφορά με τη Χούντα λοιπόν; λένε οι γελοίοι θαυμαστές του τυράννου. Την πάσα θα πάρουν τότε οι πολιτικάντηδες, οι ίδιοι που έχουν δημιουργήσει αυτά τα προβλήματα, για να μιλήσουν, γενικώς και αορίστως, για τις αρετές της Δημοκρατίας, μέχρι να σκυλέψουν ολοκληρωτικά τον όρο.

Όπως καταλαβαίνεις, Αλέκο, κι οι δυο μεριές, ανήκουν στον ίδιο θλιβερό θίασο: και οι μεν και οι δε, προσπαθούν να σε βγάλουν μαλάκα!

Λες και γι’ αυτό χάρισες τα νιάτα σου, για μια Πολιτική χωρίς τους Πολίτες. Λες κι ο πολιτικός λόγος γράφεται από ξύλο, κι όχι με αίμα, όπως τα ποιήματα που έγραφες στο κελί σου.

Γι’ αυτό λοιπόν, ελάχιστοι αναφέρονται σε σένα, γι’ αυτό προσπαθούν να σε ξεγράψουν από την Ιστορία κι από τη Μνήμη. Κι όπως ξέρεις, κανείς δεν κλωτσάει έναν ψόφιο σκύλο. Κι αυτή είναι η καλύτερη απόδειξη πως ζεις Αλέκο! Ζεις, γιατί όλοι προσπαθούν να σε ξεχάσουν!

Να σε ξεχάσουν όταν έλεγες πως «η ελευθερία είναι καθήκον, περισσότερο από δικαίωμα είναι καθήκον». Να ξεχάσουν όταν μας ρωτούσες κατάματα «σε τί ωφελεί να αγωνίζεσαι για την ελευθερία αν όταν υπάρχει λίγη ελευθερία δεν τη χρησιμοποιήσεις για να κάνεις πολιτική;». Και, πάνω από όλα, προσπαθούν να ξεχάσουν πως αυτά, δεν τα είπες μόνο, αλλά τα έκανες πράξη.

Πάλεψες ενάντια σε πολλά, Αλέκο. Αλλά, πέρα από τους χαφιέδες, τα βασανιστήρια, τους ΕΣΑτζήδες, είχες να αντιμετωπίσεις κι έναν πολύ χειρότερο εχθρό: την αδιαφορία και την απάθεια του λαού στον αγώνα για τη δημοκρατία. Του ίδιου λαού που το 1974, με το ζόρι καταδέχτηκε να σε βάλει στη Βουλή, τελευταίο σε ψήφους. Του ίδιου λαού, που τώρα δεν ντρέπεται να στέλνει στη Βουλή τους θαυμαστές της Χούντας.

Δε σου κάνει εντύπωση, το ξέρω. Μας είχες προειδοποιήσει άλλωστε, σε ανύποπτο χρόνο. Είχες πει:

«Μη δίνετε προσοχή σε όποιον σας υπόσχεται θαύματα, μη δίνετε προσοχή σε όποιον αναλαμβάνει να αλλάζει τα πράγματα ώσπου να πεις τρία σαν μάγος. Οι μάγοι δεν υπάρχουν. Τα θαύματα δεν υπάρχουν. Οι αρχηγοί σας κοροϊδεύουν, ηλίθιοι, που είστε συνηθισμένοι να σας σέρνουν όλοι από τη μύτη, να υποκύπτετε. Αυτή η επίφαση της δημοκρατίας μπορεί να σβήσει με ένα φύσημα αν ακολουθήσετε τις φλυαρίες των ψευτοεπαναστατών!»

Κι όλα έγιναν ακριβώς όπως τα είπες, Αλέκο. Και, ακόμα χειρότερα, ο λαός περιμένει και πάλι έναν αρχηγό, ένα μεσσία για να κάνει αυτά που ο λαός δειλιάζει να διεκδικήσει. Κάποιον που ίσως ξορκίσει τη συλλογική ενοχή για το ότι σαράντα χρόνια μετά, οι Έλληνες παραμένουν μουδιασμένοι, ακριβώς όπως την πρώτη μέρα μετά το πραξικόπημα.

Σαράντα χρόνια μετά, ήρωα Αλέκο, δεν είσαι εσύ απών. Απών, όπως και τότε, είναι ο ελληνικός λαός.

«Ας την κρατήσουμε σφιχτά τη λίγη αυτή ελευθερία που μας χαρίστηκε με το αίμα της Κύπρου. Χαρισμένη, ναι, και η χαρισμένη ελευθερία δίνει πάντοτε πικρούς καρπούς.»

Αυτούς τους πικρούς καρπούς γευόμαστε σήμερα, Αλέκο.