Επίλογος για ένα βιβλίο
Υπάρχει μια μικρή (που τείνει διαρκώς να μεγαλώνει) σέχτα αποδομητών ιστορικών στην Ελλάδα - όπως και σε όλες τις χώρες· ο μεταμοντερνισμός άλλωστε είναι μία απ' τις επικρατούσες, παρ' ότι σε φθίνουσα πλέον πορεία, στη Δύση σχολές σκέψης-ρεύματα.
Αριστερής κατά μέρος καταγωγής ο μεταμοντερνισμός, εύκολα προσαρμόσθηκε κατά το πλείστον στα φιλελεύθερα κελεύσματα και με ζέση άρχισε να καλύπτει, κι εν πολλοίς να εκφράζει, την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης (όσον έχει ανάγκη αυτή η τελευταία από ιδεολογίες) και τις πρακτικές της Νέας Τάξης.
Υπ' αυτήν την έννοια πολλοί απ' τους αποδομητές βρέθηκαν απολογητές με παρεμβάσεις τους στον δημόσιο λόγο, ακόμα και των πολέμων που εξαπέλυσε ή υποδαύλισε ή δημιούργησε ο ιμπεριαλισμός τα τελευταία χρόνια, με κορυφαίους εκείνους επί την Σερβία και το Ιράκ.
Κ αθόλου μακρυά από τις εξουσίες, εθνικές και υπερεθνικές, οι αποδομητές συχνά αναλαμβάνουν «ανάθεση έργων», και στις τέχνες, και στα γράμματα, και στην επικοινωνιακή πολιτική, ξεπέφτοντας συχνά στο επίπεδο της προπαγάνδας, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πολιτικές σκοπιμότητες, κρατικές επιδιώξεις και διακρατικές σχέσεις.
Απότοκο ενός τέτοιου πλέγματος υπήρξε το δυσώνυμο βιβλίο της Ιστορίας για τη Στ' Δημοτικού. Η «σύλληψή» του έγινε ύστερα από διακρατική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (Γιώργος Α. Παπανδρέου - Ισμαήλ Τζεμ), 4.ΙΙ.2000, ήτις προέβλεπε τη «συνεργασία των δύο χωρών στην παρουσίαση (sic) της ιστορίας (...) ιδιαίτερα στα σχολικά βιβλία» με στόχο «τη διόρθωση των ανακριβειών» (όπως, λόγου χάριν, η σφαγή της Σμύρνης). Ολον αυτό έγινε νόμος του κράτους (2929 του 2001) με τις υπογραφές των συναρμόδιων Υπουργών Γ. Παπανδρέου, Ε. Βενιζέλου, Π. Ευθυμίου και Δ. Ρέππα.
Ακολούθως, η συγγραφική ομάδα της κυρίας Ρεπούση ανέλαβε τη συγγραφή του έργου, το οποίον τελείωσε επί διακυβέρνησης της Ν.Δ. και επί Υπουργίας της κυρίας Γιαννάκου (Η οποία το υπερασπίσθηκε με αξιοθαύμαστο προσωπικό σθένος, άγριες θεσμικές παρεκτροπές, κουτοπονηριές, τακτικισμούς και φανατισμένο νεοφιλελεύθερο δογματισμό).
Τ ο εγχείρημα ήταν εξ αρχής υπονομευμένο. Αναγκασμένη να υποταχθεί σε πολιτικές εντολές και προτεραιότητες η επιστήμη, βρέθηκε σε δεύτερη μοίρα - με αποτέλεσμα πραγματολογικά και μεθοδολογικά λάθη, τα οποία διαπιστώθηκαν στην αρχή με έκπληξη και στη συνέχεια πανηγυρικώς από πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ των, και των οποίων λαθών ο αριθμός υπερέβαινε κάθε ιστορικό (και ανεκτό) προηγούμενο.
Ομως, το θλιβερό αυτό αποτέλεσμα αβάσταχτα επιβάρυναν οι ιδεοληψίες των αποδομητών. Η άποψη για «στρογγύλεμα» των τραγωδιών, ώστε να μην αναπαράγεται το «μίσος», οδήγησε σε κωμικοτραγικές διατυπώσεις, πασπαλισμένες με υστερικές μονομανίες φεμινιστικού τύπου που κατέληγαν να εξισώνουν τον Παπαδιαμάντη με κάποιαν Φερφερέν (σιγά μη συγκρατήσω το όνομα) και τον Καραϊσκάκη με τη σέλα του αλόγου του.
Τ ο βιβλίο κατάφερε να συγκεντρώσει στο σώμα του την αντιεπιστημονικότητα, τις ιδεοληπτικές μονομανίες, τη διαστρέβλωση, την ξηρή (αφόρητα ξηρή) αφήγηση και, κυρίως, το εξής ανακόλουθον: η δομή του (που θα μπορούσε να θεωρηθεί αρετή) αναφερόταν σε σπουδαστές κι όχι σε παιδιά του Δημοτικού.
Εντυπωσιακότερη όμως όλων αυτών υπήρξε η ρητορική των συγγραφέων του βιβλίου, οι οποίοι πέρασαν το... Γένος γενεές δεκατέσσερις. Με πρωτοφανή αλαζονεία. «Ψυχωσικοί», «νοικοκυρές», «σκοταδιστές», «αλευρομάγειροι», ήταν απ' τους ηπιότερους χαρακτηρισμούς που υπέστη το 90% των Ελλήνων εν τέλει, οι οποίοι αίφνης βρέθηκαν να τσουβαλιάζονται όλοι αδιακρίτως σε οπαδούς του κ. Καρατζαφέρη, του κ. Χριστόδουλου κι άλλων Ελληναράδων, ταμπελισμένοι όλοι (οι Ελληνες) σε κατηγορίες «ελληνοπαραφρόνων», «αριστερών εθνικοφρόνων», «φαιοκόκκινων» κι άλλων συναφών παρόμοιων. Οποιος έβλεπε φως σε μια εφημερίδα, ανέβαινε κι έγραφε λίβελλον εναντίον τού «εθνικοπαράφρονος» της αρεσκείας του.
Ε ίναι χαρακτηριστικό του διαλόγου που φυσικά φούντωσε ότι οι αντιλέγοντες στο βιβλίο κατέφυγαν σε επιχειρήματα, πηγές και βιβλιογραφία, ενώ οι αμύντορες του βιβλίου σε ιδεολογικά αξιώματα, καθόλου βιβλιογραφία και χαρακτηρισμούς - σταλινικούς χαρακτηρισμούς. Α, και γενικεύσεις!
Είναι ακόμα πιο χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο διάλογος ξεκαθάριζε σιγά-σιγά και ένα προς ένα τα ζητούμενα αυτής της υπόθεσης (πολύ ευρύτερης εξάλλου απ' το βιβλίο της Στ' Δημοτικού), πολλοί απ' τους υπερασπιστές του βιβλίου, χωρίς εις ουδέν να αντιπαρατίθενται ή να απαντούν, επανέφεραν τον διάλογο στην αφετηρία του. Με μονότονη (αλλά γκαιμπελική) επιμονή ξαναέλεγαν τα ίδια ή έβαζαν στο στόμα των αντιπάλων τους πράγματα που εκείνοι δεν έλεγαν, ώστε να τους απαντούν και εις κάτι.
Ετσι, ο διάλογος σύρθηκε επί μακρόν, σχετικώς άγονος. Οχυρωμένοι σε συνέδρια και πάνελ ημετέρων και καθόλου εναντίων, οι αμύντορες του βιβλίου πλημμύριζαν τον Τύπο με κείμενα - τα περισσότερα νηπιακού επιπέδου, όπως αν υπήρξε, φέρ' ειπείν, το κρυφό σχολειό!! Το αυτονόητον, ότι και υπήρξε και δεν υπήρξε (αναλόγως της επαρχίας και της περιόδου κατά την Τουρκοκρατία), πήγε περίπατο από μια λογική που επικαλείται μεν τον ορθό λόγο, αλλά σκέφτεται στερεοτυπικά με το πιο σκοταδιστικό αποτέλεσμα (Επί παραδείγματι: τέτοιον εξωραϊσμό των Οθωμανών αποστρέφεται, και καλά κάνει, ακόμα και η τουρκική ιστοριογραφία).
Ομως, παρ' ότι μια σέχτα, οι μεταμοντερνιστές («αναθεωρητές» κατά το λεγόμενον) ιστορικοί, η φασαρία που κατάφεραν να κάνουν είναι εντυπωσιακή - ένας όγκος δημοσιευμάτων στον Τύπο, απολύτως ανακόλουθος με το 90% των Ελλήνων, φάνηκε ισχυρότερος στις εντυπώσεις απ' τον όποιον αντίλογο. Μια «μαγική εικόνα» στην οποία δείχνει έτοιμος να υποτάσσεται ο Τύπος (μάλιστα ο κεντρικός) και διαθέσιμος να την αναπαραγάγει. Γιατί;
Ε ίναι φανερό ότι στην υπόθεση αυτή συγκρούσθηκαν δύο διαφορετικά ρεύματα στην ελληνική κοινωνία, που όμως διατρέχουν όλα τα κόμματα. Η έννοια του έθνους κατά τον πολιτικό της προσδιορισμό (και συνεπώς κατά την εξέλιξή της στην ιστορική διάρκεια), του πατριωτισμού, του διεθνισμού, των τάξεων, της λαϊκής παράδοσης, της μυθολογίας, της αυτογνωσίας, του εθνικισμού, του κοσμοπολιτισμού, του αυτοπροσδιορισμού, του ρατσισμού, των μειονοτήτων, της καταγωγικότητας, ετέθησαν στο τραπέζι και συγκρούσθηκαν μεταξύ τους, είτε με τις παρεκβάσεις τους και τις αλλοιώσεις, αναλόγως της μεταχείρισής των απ' τους διαλεγόμενους. Το κόλπο, ας πούμε, της σύγχυσης μεταξύ «εθνικού» και «εθνικιστικού», «διεθνιστικού» και «κοσμοπολίτικου» έδωσε και πήρε. Το ίδιο και οι αφορισμοί («ασυνέχεια του έθνους» άνευ αποδείξεως του γεγονότος) ή τα κλισέ όπως: «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό» - τρίχες! Αληθινό είναι ό,τι μπορεί να αποδειχθεί και συνεπώς χρήσιμο στο έθνος και τον λαό ό,τι μπορεί να του αποδειχθεί επίσης, ώστε να το αποδεχθεί.
Ομως, η μεταμοντερνική άποψη ότι ο καθένας έχει ή δικαιούται να έχει την αλήθεια του (καθώς εκφράστηκε και από την κυρία Ρεπούση: «η αλήθεια των άλλων»), άνετα μπορεί να οδηγήσει στο σβήσιμο του Ολοκαυτώματος ή της Γενοκτονίας των Αρμενίων, όσον και σε όλον αυτόν τον κοπετό μπουρδολογίας κι αμετροέπειας που χαρακτήρισε πολύν απ' τον λόγο σε αυτόν τον διάλογο.
Τ ο θέμα δεν τελείωσε. Απλώς οι αποδομητές έκαναν ένα λάθος σε αυτήν την ιστορία, πιθανόν μοιραίο, αλλά θα συνεχίσουν, διότι η πολιτική που τους έχει καλέσει υπό τα όπλα συνεχίζεται.
Παρ' ότι σέχτα, έχουν την ομοθυμαδόν υποστήριξη «εκσυγχρονιστών» και «μεταρρυθμιστών», όλων των νεοφιλελεύθερων δηλαδή στα δύο μεγάλα κόμματα, καθώς κι ορισμένων αριστερών, που βλέπουν το δένδρο (Χριστόδουλος) και δεν βλέπουν το δάσος (Σόρος). Μάλιστα, αυτοί οι τελευταίοι φαίνεται να τραβάνε ένα ζόρι ανεξήγητο. Εφθασαν να κατηγορούν αριστερούς συντρόφους τους ότι... λογοκρίνουν την... εξουσία ή ότι συμπλέουν με το ΛΑΟΣ. Ευκολίες ούτε καν σταλινικές! Πολύ υποδεέστερες. Ταυτοχρόνως, η σέχτα αυτή διαθέτει ιδιαιτέρως ισχυρή επιρροή στον Τύπο, παρά το κόστος που, κατά τη γνώμη μου, προκύπτει για τις εφημερίδες με τα παιδαριώδη τους κείμενα - άκρως αντιληπτά ως τέτοια απ' τους αναγνώστες.
Επίσης, ιδιαίτερη ισχύ έχει η ομάδα αυτή στα ΑΕΙ, όπου λύνει και δένει: καριέρες, προσωπικές σχέσεις, διαχείριση προγραμμάτων, επιδοτήσεων και συντεχνιακών καθιερώσεων. Προς τούτο, άλλοι τρομοκρατούμενοι κι άλλοι ιδιοτελείς, προσθέτουν, πλην Λακεδαιμονίων, εαυτούς στην όλη απαξία που κατέστησε κυρίαρχη στα ΑΕΙ κυρίως το ΠΑΣΟΚ (με τη Ν.Δ. ασμένως να ακολουθεί κατά πόδας, ώσπου να τα διαλύσει τελείως).
Τ έλος, αν η διαφορά ανάμεσα στις εφημερίδες και την τηλεόραση είναι η υψηλή ποιότητα που αναμένεται σε κείμενα, τουλάχιστον για τα κρίσιμα θέματα (ώστε να έχει για εμάς και κάποιο νόημα η επιδίωξη της αναγνωσιμότητας) σε αυτήν την υπόθεση αποτύχαμε. Λίγα ήταν τα κείμενα που κατέφυγαν στις πηγές ή περιέγραψαν με ειλικρίνεια τις πολιτικές και ιδεολογικές τους συντεταγμένες. Περίσσεψαν η αμάθεια, η επανάληψή της κατά κόρον - αφόρητα, οι ιδεοληψίες και οι ιταμοί χαρακτηρισμοί.
Εν κατακλείδι, επιτρέψτε μου μιαν παρατήρηση: πρέπει να γίνουμε πιο αυστηροί. Οσον αυστηροί είμαστε με τους εαυτούς μας πρέπει να γίνουμε και με τους άλλους. Και, κυρίως, οι αναγνώστες μαζί μας. Οταν γράφουμε μπούρδες, πρέπει να ελεγχόμεθα από εσάς. Εχει παρακρατήσει αυτή η φλουφλιά τής «αλήθειας του καθενός», δηλαδή του γενικευμένου ψεύδους...
Υπ' αυτήν την έννοια πολλοί απ' τους αποδομητές βρέθηκαν απολογητές με παρεμβάσεις τους στον δημόσιο λόγο, ακόμα και των πολέμων που εξαπέλυσε ή υποδαύλισε ή δημιούργησε ο ιμπεριαλισμός τα τελευταία χρόνια, με κορυφαίους εκείνους επί την Σερβία και το Ιράκ.
Κ αθόλου μακρυά από τις εξουσίες, εθνικές και υπερεθνικές, οι αποδομητές συχνά αναλαμβάνουν «ανάθεση έργων», και στις τέχνες, και στα γράμματα, και στην επικοινωνιακή πολιτική, ξεπέφτοντας συχνά στο επίπεδο της προπαγάνδας, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πολιτικές σκοπιμότητες, κρατικές επιδιώξεις και διακρατικές σχέσεις.
Απότοκο ενός τέτοιου πλέγματος υπήρξε το δυσώνυμο βιβλίο της Ιστορίας για τη Στ' Δημοτικού. Η «σύλληψή» του έγινε ύστερα από διακρατική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (Γιώργος Α. Παπανδρέου - Ισμαήλ Τζεμ), 4.ΙΙ.2000, ήτις προέβλεπε τη «συνεργασία των δύο χωρών στην παρουσίαση (sic) της ιστορίας (...) ιδιαίτερα στα σχολικά βιβλία» με στόχο «τη διόρθωση των ανακριβειών» (όπως, λόγου χάριν, η σφαγή της Σμύρνης). Ολον αυτό έγινε νόμος του κράτους (2929 του 2001) με τις υπογραφές των συναρμόδιων Υπουργών Γ. Παπανδρέου, Ε. Βενιζέλου, Π. Ευθυμίου και Δ. Ρέππα.
Ακολούθως, η συγγραφική ομάδα της κυρίας Ρεπούση ανέλαβε τη συγγραφή του έργου, το οποίον τελείωσε επί διακυβέρνησης της Ν.Δ. και επί Υπουργίας της κυρίας Γιαννάκου (Η οποία το υπερασπίσθηκε με αξιοθαύμαστο προσωπικό σθένος, άγριες θεσμικές παρεκτροπές, κουτοπονηριές, τακτικισμούς και φανατισμένο νεοφιλελεύθερο δογματισμό).
Τ ο εγχείρημα ήταν εξ αρχής υπονομευμένο. Αναγκασμένη να υποταχθεί σε πολιτικές εντολές και προτεραιότητες η επιστήμη, βρέθηκε σε δεύτερη μοίρα - με αποτέλεσμα πραγματολογικά και μεθοδολογικά λάθη, τα οποία διαπιστώθηκαν στην αρχή με έκπληξη και στη συνέχεια πανηγυρικώς από πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ των, και των οποίων λαθών ο αριθμός υπερέβαινε κάθε ιστορικό (και ανεκτό) προηγούμενο.
Ομως, το θλιβερό αυτό αποτέλεσμα αβάσταχτα επιβάρυναν οι ιδεοληψίες των αποδομητών. Η άποψη για «στρογγύλεμα» των τραγωδιών, ώστε να μην αναπαράγεται το «μίσος», οδήγησε σε κωμικοτραγικές διατυπώσεις, πασπαλισμένες με υστερικές μονομανίες φεμινιστικού τύπου που κατέληγαν να εξισώνουν τον Παπαδιαμάντη με κάποιαν Φερφερέν (σιγά μη συγκρατήσω το όνομα) και τον Καραϊσκάκη με τη σέλα του αλόγου του.
Τ ο βιβλίο κατάφερε να συγκεντρώσει στο σώμα του την αντιεπιστημονικότητα, τις ιδεοληπτικές μονομανίες, τη διαστρέβλωση, την ξηρή (αφόρητα ξηρή) αφήγηση και, κυρίως, το εξής ανακόλουθον: η δομή του (που θα μπορούσε να θεωρηθεί αρετή) αναφερόταν σε σπουδαστές κι όχι σε παιδιά του Δημοτικού.
Εντυπωσιακότερη όμως όλων αυτών υπήρξε η ρητορική των συγγραφέων του βιβλίου, οι οποίοι πέρασαν το... Γένος γενεές δεκατέσσερις. Με πρωτοφανή αλαζονεία. «Ψυχωσικοί», «νοικοκυρές», «σκοταδιστές», «αλευρομάγειροι», ήταν απ' τους ηπιότερους χαρακτηρισμούς που υπέστη το 90% των Ελλήνων εν τέλει, οι οποίοι αίφνης βρέθηκαν να τσουβαλιάζονται όλοι αδιακρίτως σε οπαδούς του κ. Καρατζαφέρη, του κ. Χριστόδουλου κι άλλων Ελληναράδων, ταμπελισμένοι όλοι (οι Ελληνες) σε κατηγορίες «ελληνοπαραφρόνων», «αριστερών εθνικοφρόνων», «φαιοκόκκινων» κι άλλων συναφών παρόμοιων. Οποιος έβλεπε φως σε μια εφημερίδα, ανέβαινε κι έγραφε λίβελλον εναντίον τού «εθνικοπαράφρονος» της αρεσκείας του.
Ε ίναι χαρακτηριστικό του διαλόγου που φυσικά φούντωσε ότι οι αντιλέγοντες στο βιβλίο κατέφυγαν σε επιχειρήματα, πηγές και βιβλιογραφία, ενώ οι αμύντορες του βιβλίου σε ιδεολογικά αξιώματα, καθόλου βιβλιογραφία και χαρακτηρισμούς - σταλινικούς χαρακτηρισμούς. Α, και γενικεύσεις!
Είναι ακόμα πιο χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο διάλογος ξεκαθάριζε σιγά-σιγά και ένα προς ένα τα ζητούμενα αυτής της υπόθεσης (πολύ ευρύτερης εξάλλου απ' το βιβλίο της Στ' Δημοτικού), πολλοί απ' τους υπερασπιστές του βιβλίου, χωρίς εις ουδέν να αντιπαρατίθενται ή να απαντούν, επανέφεραν τον διάλογο στην αφετηρία του. Με μονότονη (αλλά γκαιμπελική) επιμονή ξαναέλεγαν τα ίδια ή έβαζαν στο στόμα των αντιπάλων τους πράγματα που εκείνοι δεν έλεγαν, ώστε να τους απαντούν και εις κάτι.
Ετσι, ο διάλογος σύρθηκε επί μακρόν, σχετικώς άγονος. Οχυρωμένοι σε συνέδρια και πάνελ ημετέρων και καθόλου εναντίων, οι αμύντορες του βιβλίου πλημμύριζαν τον Τύπο με κείμενα - τα περισσότερα νηπιακού επιπέδου, όπως αν υπήρξε, φέρ' ειπείν, το κρυφό σχολειό!! Το αυτονόητον, ότι και υπήρξε και δεν υπήρξε (αναλόγως της επαρχίας και της περιόδου κατά την Τουρκοκρατία), πήγε περίπατο από μια λογική που επικαλείται μεν τον ορθό λόγο, αλλά σκέφτεται στερεοτυπικά με το πιο σκοταδιστικό αποτέλεσμα (Επί παραδείγματι: τέτοιον εξωραϊσμό των Οθωμανών αποστρέφεται, και καλά κάνει, ακόμα και η τουρκική ιστοριογραφία).
Ομως, παρ' ότι μια σέχτα, οι μεταμοντερνιστές («αναθεωρητές» κατά το λεγόμενον) ιστορικοί, η φασαρία που κατάφεραν να κάνουν είναι εντυπωσιακή - ένας όγκος δημοσιευμάτων στον Τύπο, απολύτως ανακόλουθος με το 90% των Ελλήνων, φάνηκε ισχυρότερος στις εντυπώσεις απ' τον όποιον αντίλογο. Μια «μαγική εικόνα» στην οποία δείχνει έτοιμος να υποτάσσεται ο Τύπος (μάλιστα ο κεντρικός) και διαθέσιμος να την αναπαραγάγει. Γιατί;
Ε ίναι φανερό ότι στην υπόθεση αυτή συγκρούσθηκαν δύο διαφορετικά ρεύματα στην ελληνική κοινωνία, που όμως διατρέχουν όλα τα κόμματα. Η έννοια του έθνους κατά τον πολιτικό της προσδιορισμό (και συνεπώς κατά την εξέλιξή της στην ιστορική διάρκεια), του πατριωτισμού, του διεθνισμού, των τάξεων, της λαϊκής παράδοσης, της μυθολογίας, της αυτογνωσίας, του εθνικισμού, του κοσμοπολιτισμού, του αυτοπροσδιορισμού, του ρατσισμού, των μειονοτήτων, της καταγωγικότητας, ετέθησαν στο τραπέζι και συγκρούσθηκαν μεταξύ τους, είτε με τις παρεκβάσεις τους και τις αλλοιώσεις, αναλόγως της μεταχείρισής των απ' τους διαλεγόμενους. Το κόλπο, ας πούμε, της σύγχυσης μεταξύ «εθνικού» και «εθνικιστικού», «διεθνιστικού» και «κοσμοπολίτικου» έδωσε και πήρε. Το ίδιο και οι αφορισμοί («ασυνέχεια του έθνους» άνευ αποδείξεως του γεγονότος) ή τα κλισέ όπως: «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό» - τρίχες! Αληθινό είναι ό,τι μπορεί να αποδειχθεί και συνεπώς χρήσιμο στο έθνος και τον λαό ό,τι μπορεί να του αποδειχθεί επίσης, ώστε να το αποδεχθεί.
Ομως, η μεταμοντερνική άποψη ότι ο καθένας έχει ή δικαιούται να έχει την αλήθεια του (καθώς εκφράστηκε και από την κυρία Ρεπούση: «η αλήθεια των άλλων»), άνετα μπορεί να οδηγήσει στο σβήσιμο του Ολοκαυτώματος ή της Γενοκτονίας των Αρμενίων, όσον και σε όλον αυτόν τον κοπετό μπουρδολογίας κι αμετροέπειας που χαρακτήρισε πολύν απ' τον λόγο σε αυτόν τον διάλογο.
Τ ο θέμα δεν τελείωσε. Απλώς οι αποδομητές έκαναν ένα λάθος σε αυτήν την ιστορία, πιθανόν μοιραίο, αλλά θα συνεχίσουν, διότι η πολιτική που τους έχει καλέσει υπό τα όπλα συνεχίζεται.
Παρ' ότι σέχτα, έχουν την ομοθυμαδόν υποστήριξη «εκσυγχρονιστών» και «μεταρρυθμιστών», όλων των νεοφιλελεύθερων δηλαδή στα δύο μεγάλα κόμματα, καθώς κι ορισμένων αριστερών, που βλέπουν το δένδρο (Χριστόδουλος) και δεν βλέπουν το δάσος (Σόρος). Μάλιστα, αυτοί οι τελευταίοι φαίνεται να τραβάνε ένα ζόρι ανεξήγητο. Εφθασαν να κατηγορούν αριστερούς συντρόφους τους ότι... λογοκρίνουν την... εξουσία ή ότι συμπλέουν με το ΛΑΟΣ. Ευκολίες ούτε καν σταλινικές! Πολύ υποδεέστερες. Ταυτοχρόνως, η σέχτα αυτή διαθέτει ιδιαιτέρως ισχυρή επιρροή στον Τύπο, παρά το κόστος που, κατά τη γνώμη μου, προκύπτει για τις εφημερίδες με τα παιδαριώδη τους κείμενα - άκρως αντιληπτά ως τέτοια απ' τους αναγνώστες.
Επίσης, ιδιαίτερη ισχύ έχει η ομάδα αυτή στα ΑΕΙ, όπου λύνει και δένει: καριέρες, προσωπικές σχέσεις, διαχείριση προγραμμάτων, επιδοτήσεων και συντεχνιακών καθιερώσεων. Προς τούτο, άλλοι τρομοκρατούμενοι κι άλλοι ιδιοτελείς, προσθέτουν, πλην Λακεδαιμονίων, εαυτούς στην όλη απαξία που κατέστησε κυρίαρχη στα ΑΕΙ κυρίως το ΠΑΣΟΚ (με τη Ν.Δ. ασμένως να ακολουθεί κατά πόδας, ώσπου να τα διαλύσει τελείως).
Τ έλος, αν η διαφορά ανάμεσα στις εφημερίδες και την τηλεόραση είναι η υψηλή ποιότητα που αναμένεται σε κείμενα, τουλάχιστον για τα κρίσιμα θέματα (ώστε να έχει για εμάς και κάποιο νόημα η επιδίωξη της αναγνωσιμότητας) σε αυτήν την υπόθεση αποτύχαμε. Λίγα ήταν τα κείμενα που κατέφυγαν στις πηγές ή περιέγραψαν με ειλικρίνεια τις πολιτικές και ιδεολογικές τους συντεταγμένες. Περίσσεψαν η αμάθεια, η επανάληψή της κατά κόρον - αφόρητα, οι ιδεοληψίες και οι ιταμοί χαρακτηρισμοί.
Εν κατακλείδι, επιτρέψτε μου μιαν παρατήρηση: πρέπει να γίνουμε πιο αυστηροί. Οσον αυστηροί είμαστε με τους εαυτούς μας πρέπει να γίνουμε και με τους άλλους. Και, κυρίως, οι αναγνώστες μαζί μας. Οταν γράφουμε μπούρδες, πρέπει να ελεγχόμεθα από εσάς. Εχει παρακρατήσει αυτή η φλουφλιά τής «αλήθειας του καθενός», δηλαδή του γενικευμένου ψεύδους...
ΣΤΑΘΗΣ Δ. Σταυρόπουλος
3 σχόλια:
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΗ΅ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Η απόσυρση του βιβλίου της Ιστορίας της ΣΤ' δημοτικού και οι όροι κάτω από τους οποίους έγινε, δεν είναι ένα θετικό γεγονός. Στη διαμάχη επικράτησε η αντίθεση σκοταδιστές – εκσυγχρονιστές και νίκησε τελικά η πρώτη πλευρά. Αυτό χρεώνεται στους ιδιαίτερους κομματικούς σχεδιασμούς της ΝΔ για την πίεση που της ασκείται στα δεξιά της. Μην ξεχνάμε ότι αυτές τις μέρες υπάρχουν και αναμένονται και άλλες εξελίξεις για την ονομασία της ΠΓΔΜ.
Η απογείωση του ΚΚΕ που καλεί «τους κομμουνιστές δασκάλους να διδάξουν την ιστορική αλήθεια» και η κάλυψη του ΣΥΝ στη συγγραφική ομάδα με την αντίστοιχη σιωπή για το πλαίσιο όπου εντάσσεται αυτό το βιβλίο, υπογραμμίζουν τις ευθύνες της αριστεράς.
Δεν αναδείχτηκε ένα μέτωπο αποκάλυψης του συγκεκριμένου βιβλίου σαν ένα επεισόδιο στην παραπέρα υλοποίηση του σχολείου της αγοράς και της αμορφωσιάς. Σαν ένα επεισόδιο στο ξαναγράψιμο της ιστορίας υπό τις επιταγές της παγκοσμιοποίησης. Η απουσία αυτού του μετώπου επέτρεψε σε κάθε Άνθιμο, Ψωμιάδη, Παπαθεμελή, Καρατζαφέρη, και σε όλους τους απογόνους του δοσιλογισμού, να καθορίσουν με τις εθνικιστικές, πατριδοκάπηλες, ανιστόρητες ιδεοληψίες τους αυτή την διαμάχη.
Δεν έχει μεγάλη σημασία -από μόνο του- το αν αποσυρθεί ή όχι ένα απαράδεκτο βιβλίο. Σημασία έχει κάτω από ποιους όρους γίνεται και τι σημαίνει αυτό για τους πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς στο σχολείο και σε ολόκληρη την κοινωνία.
Πεθαίνοντας στο Μπουένος Άϊρες.
Μπουένος Άϊρες , Μάρτιος 1976. Η κυβέρνηση της Ισαβέλλας Περόν , γυναίκας του μεγάλου εθνικιστή Περόν , περνάει δύσκολες στιγμές. Χωρίς τον Περόν στο τιμόνι της
Αργεντινής όπως είχε γίνει από το 1943-1955 και απ' το 1973 ως το θάνατο του το 1974 η Αργεντινή ετοιμάζεται να δεχτεί ένα νέο πραξικόπημα...
Οι descamisados (αυτοί που δεν έχουν πουκάμισο) διαμαρτύρονται έντονα στους δρόμους. Ο έλεγχος έχει φύγει από τα χέρια της Ισαβέλλας Περόν και αρχίζει να περνάει στους στρατιωτικούς. Στους δρόμους του Μπουένος Άϊρες οι Κομμουνιστές και οι «αριστεροί» Εθνικιστές , η Σοσιαλιστική πτέρυγα του Περονικού κόμματος , συγκρούονται με την αστυνομία που οι τραυματίες και από τις δύο πλευρές είναι αρκετές δεκάδες. Οι εκατοντάδες μολότοφ απ' τη μια πλευρά , τα καπνογόνα και οι αντλίες της αστυνομίας από την άλλη , θυμίζουν Βιετνάμ. Η αστική τάξη στην προσπάθειά της να αισχροκερδήσει , το ύψος της υπεξαιρέσεως των δανείων που είχε πάρει η χώρα έφτανε το 85% είχε ρίξει το λαό σε μια άνευ προηγουμένου φτώχια.
Στην εκκλησία του Αγίου Λουκά μια ομάδα 50 κομμουνιστών υποχωρεί κάτω από την άγρια καταδίωξη της αστυνομίας. Στην πλατεία Λανγκιστέρα συναντιέται με μια άλλη ομάδα , από 120 περίπου άτομα , περονιστών σοσιαλιστών. Σε αυτή την ομάδα ήμουν και εγώ. Γνωριστήκαμε αμέσως γιατί φορούσαν κόκκινα μαντήλια και δύο-τρεις από αυτούς κρατούσαν σημαίες με το σφυροδρέπανο. Εμείς ντυμένοι «παραδοσιακά» , φορούσαμε μαύρα μαντήλια , κρατούσαμε την σημαία της Αργεντινής και πολλοί από εμάς είχαμε στις τσέπες του παντελονιού μας περιβραχιόνιο του Εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος ...
Για ένα-δύο λεπτά κανείς μας δεν μίλαγε. Σε μια στιγμή καμιά εικοσαριά άνδρες των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας φαίνονται μπροστά στο δρόμο και αρχίζουν να μαςκυνηγούν. Τότε εγώ φωνάζω προς τους κομμουνιστές : ακολουθήστε μας. Αυτοί χωρίς καν να σκεφτούν έρχονται από πίσω μας. Εκείνη την ώρα ανάμεσά μας δεν υπήρχαν Κομμουνιστές ή Εθνικοσοσιαλιστές , αλλά μαχόμενοι αντικαπιταλιστές. Στο δρομάκι του Μαγκράτος , με σπρέι ένας κομμουνιστής γράφει στον τοίχο : «κάτω η δικτατορία του κεφαλαίου» και ετοιμάζεται να υπογράψει με ένα σφυροδρέπανο. Καταλαβαίνοντας τι πάει να κάνει ένας δικός μας παίρνει το σπρέι μέσα από τα χέρια του και υπογράφει με την σβάστικα.
Προχωρώντας προς την Λεωφόρο Λαμανγκρίτε συναντήσαμε μια αμερικανική τράπεζα. Αμέσως 2 κομμουνιστές και 7 δικοί μας σπάζουν τα τζάμια της και βάζουν φωτιά στα έπιπλα. Πενήντα μέτρα πιο κάτω δύο διμοιρίες από κρανοφόρους της αστυνομίας μας αιφνιδιάζουν και μας περικυκλώνουν. Βλέποντας τις σημαίες με τα σφυροδρέπανα
νομίζουν ότι είμαστε όλοι κομμουνιστές. Αμέσως εγώ σαν αρχηγός της δικής μου ομάδας μια και ήμουν ο μεγαλύτερος φωνάζω : σύντροφοι ώρα να βγάλουμε τα περιβραχιόνιο.
Μέσα σε μισό λεπτό και οι 120 περίπου φοράμε το περιβραχιόνιο με την σβάστικα και στεκόμενοι μπροστά στους μπάτσους φωνάζαμε : « κάτω η καπιταλιστική δημοκρατία , Ζήτω ο σοσιαλισμός Ζήτω η Αργεντινή ». Οι αστυνομικοί κάθονται ακίνητοι σαν υπνωτισμένοι μας κοιτούν. Αμέσως λέω στους συντρόφους μου , παιδιά να σπάσουμε τον κλοιό. Σε δευτερόλεπτα έχουμε πέσει πάνω στους αστυνομικούς και οι πρώτοι από εμάς ξεφεύγουν.
Εγώ με καμιά δεκαπενταριά εθνικιστές και έναν κομμουνιστή παίρνω το δρόμο που οδηγούσε στην πλατεία Λατιέρα. Φτάνοντας στην πλατεία πέφτουμε σε δεύτερο μπλόκο. Κάνοντας να ξεφύγουμε η αστυνομία απαντάει με πυροβολισμούς. Καθώς έτρεχα ακούω δίπλα μου τη φωνή του συντρόφου Μιγκέλ , Χουάν βοήθεια με χτύπησαν. Κοιτάω και τον βλέπω γεμάτο στα αίματα. Την ίδια στιγμή 20 μέτρα μπροστά μου σωριάζεται από τους πυροβολισμούς ένας άλλος σύντροφος ο Αλφρέδο , τελειόφοιτος της Νομικής. Προσπαθώ να σηκώσω τον Μιγκέλ φωνάζοντας καθίκια αστυνομικοί φονιάδες του λαού πριν προχωρήσω δέκα μέτρα , πέντε έξι μπάτσοι έπεσαν πάνω μου και με χτυπούσαν με τα γκλόπ.
Το μόνο που θυμάμαι πριν λιποθυμήσω απ' το ξύλο ήταν η φωνή του αδελφού μου Χούλιο , που καθώς τον οδηγούσαν στην κλούβα φώναζε : Ζήτω ο Εθνικοσοσιαλισμός ! Ζήτω η πατρίδα ! .
Συνήλθα στα μπουντρούμια της ασφάλειας. Στο ίδιο κελί ήμασταν 40 άτομα. Προσπάθησα να σηκωθώ και όταν μπόρεσα να σταθώ στα πόδια μου , κάποιος με πλησίασε και δίνοντας μου τσιγάρο με ρώτησε : « κομμουνίστα ; » όχι του απάντησα « χιτλεριάνο ». Με κοίταξε και χωρίς να πει τίποτα γύρισε πίσω στην θέση του. Σε 3/4 περίπου ένας αστυνομικός άνοιξε την πόρτα και είπε : Ποίος είναι ο Χιτλερικός εδώ ; Πηγαίνοντας' προς το μέρος του, του λέω εγώ. « Έβγα έξω » , μου είπε , σε θέλει ο υπαστυνόμος. Περνώντας το διάδρομο βλέπω να κατεβάζουν απ' τις σκάλες τον αδελφό μου Χούλιο μέσα στα αίματα.Χούλιο φωνάζω και κάνω να τρέξω προς το μέρος του. Μερικοί αστυνομικοί έπεσαν πάνω μου και με οδήγησαν σηκωτό στο γραφείο του υπαστυνόμου. Μπαίνοντας μέσα , ο υπαστυνόμος καθόταν στο γραφείο μαζί με μια δακτυλογράφο και με έναν άλλον με πολιτικό που το στυλ του θύμιζε πράκτορα σε ταινία του κινηματογράφου. Με ρώτησε αν ήθελα τσιγάρο ή καφέ και του απάντησε όχι.
Κατόπιν με ρώτησε τ' όνομά μου. Χουάν Ντε Ακίβε , του απάντησα. Είσαι εθνικοσοσιαλιστής ; μου είπε. Ναι , του απάντησα. Γιατί ; Με ξαναρωτάει. Γιατί είμαι εργάτης και δεν ανέχομαι να ζω σαν ζώο εγώ και η οικογένειά μου , αλλά ούτε και ο λαός της Αργεντινής να δουλεύει για ένα κομμάτι ψωμί και η πατρίδα μου να πατρονάρεται απ' τους αμερικάνους.
Γελώντας μου ξαναλέει όπως αφού είμαι εθνικοσοσιαλιστής θα είμαι και πατριώτης και σαν πατριώτης δεν θα πρέπει να αγωνίζομαι κατά του καπιταλισμού και του στρατού , αλλά μόνο κατά του κομμουνισμού. Εγώ του απάντησε πως ακριβώς επειδή είμαι πατριώτης θα αγωνίζομαι υπέρ του Σοσιαλισμού , για μια ανεξάρτητη δίκαιη , Εθνικοσοσιαλιστική Αργεντινή. Εκείνη την ώρα αυτός που έμοιαζε με πράκτορας -όπως στον κινηματογράφο- του είπε κάτι στο αυτί. Αμέσως γυρνάει και μου λέει , θέλω όλα τα ονόματα των εθνικοσοσιαλιστών που βρίσκονται στο Περονικό κόμμα.
Εγώ γελώντας ειρωνικά του απαντάω: μήπως θέλεις και τα ονόματα αυτών που έχετε σκοτώσει ή βασανίσει ; Ύστερα φτάνοντας προς το μέρος του , του λέω: Εθνικοσοσιαλιστής είμαι , όχι χαφιές της αστυνομίας. Οι υπόλοιπες 57 ημέρες που έμεινα στα μπουντρούμια ήταν ένα σωστό μαρτύριο. Έφτασαν στο σημείο να με απειλήσουν ότι θα σκοτώσουν τον αδελφό μου , αν δεν μαρτυρήσω τα ονόματα. Τους απάντησα ότι ο αδελφός μου είναιεθνικοσοσιαλιστής και ξέρει γιατί πεθαίνει. Εκείνη την ώρα δεν γνώριζα ότι τον είχαν ήδη σκοτώσει τα γουρούνια. Χωρίς να ξέρω γιατί , μετά από αυτό το χρονικό διάστημα με άφησαν ελεύθερο. Όταν επέστρεψε σπίτι μου έμαθα ότι όλοι μας είχαμε συλληφθεί και πολλοί είχαν δολοφονηθεί. Μέσω ενός γνωστού , μετά από μια βδομάδα έμαθα ότι με είχαν αφήσει ελεύθερο για να με παρακολουθούν και να δουν ποιους θα συναντούσα.
Μάταιος κόπος γιατί δεν υπήρχε κανένας « ελεύθερος » Το κωμικό είναι ότι όσους είχαν συλλάβει ή σκοτώσει , τους παρουσίαζαν ως κομμουνιστές. Εν ονόματι της πατρίδας πάντα..
Μετά από ένα μήνα περίπου κατάφερα να το σκάσω στην Ισπανία. Το πως το έσκασα θα χρειαζόταν μήνες για να το εξιστορήσω. Τώρα έχω επιστρέψει στο Μπουένος Άϊρες.
Με τη «δημοκρατία .. δεν έχει αλλάξει φυσικά τίποτα. Όποιοι κυβερνούσαν με το προσωπείο της Χούντας , σήμερα κυβερνούν με το πρόσωπο της «Δημοκρατίας...Στο Περονικό κόμμα υπάρχουν δυστυχώς πολλοί φιλελεύθεροι. Εγώ φυσικά ανήκω στην εθνικιστική του πτέρυγα και πιο συγκεκριμένα στην Εθνικοσοσιαλιστική. Ο αγώνας ξαναρχίζει από την αρχή. Θα έμαθες φαντάζομαι την δολοφονία του συντρόφου Γκερένιο. Οι πολυεθνικές ο' αυτή τη δολοφονία μαζί με την αστυνομία είναι χωμένες ως το κόκκαλο.
Ο αγώνας όμως θα συνεχιστεί έστω και αν χρειαστεί να πεθάνουμε όλοι.
Ζήτω η Αργεντινή ! , Ζήτω ο Σοσιαλισμός !
Με Εθνικοσοσιαλιστικούς χαιρετισμούς
Χουάν Ντε Ακίβε
Εργάτης
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο δωδέκατο τεύχος του Εθνικοεπαναστατικού περιοδικού «Αντίδοτο»
και με αυτή την ιστορία εννοώ ακριβώς αυτό:
Eννοώ τον εθνικοσοσιαλισμό που ξεπήδησε μέσα από τα σπλάχνα του εργατικού κινήματος.
Εννοώ τον πρωταρχικό αγροτό-φασισμό που υπήρξε η αριστερά της αριστεράς τα χρόνια του μεσοπολέμου για να προδωθεί λίγο αργότερα από τη δεξιά καθολική συμμορία-κλίκα.
Εννοώ το καλλιτεχνικό κίνημα του φουτουρισμού που ύμνησε τον ταξικό πόλεμο και συνδέθηκε με τον φασισμό στην Ιταλία και τον κομμουνισμό στη Ρωσσία.
Εννοώ τον περονισμό στην Αργεντινή που υπήρξε για χρόνια η εμπροσθοφυλακή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στη Λατινική Αμερική, όταν τα Χρουτσωφικά κομμουνιστικά κόμματα και οι εξωνημμένες ηγεσίες τους είχαν προδώσει την επανάσταση.
Εννοώ τον ΕΡΝΣΤ ΡΑΙΜ στη Γερμανία και τα τάγματα εφόδου που ίδρυσε που αποτελούσαν την αριστερά στο NSDDAP. Εννοώ τον ΡΑΙΜ που στη συγκλονιστική συνέντευξή του πρίν οδηγηθεί στο θάνατο από τους ακρο-δεξιούς του ξεφτιλισμένου αστού Γκαιρινγκ δήλωσε:" Αυτό που κάναμε δεν ήταν απλά μια εθνικιστική επανάσταση αλλά μια εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση και η έμφαση πρέπει να δοθεί στη λέξη σοσιαλιστική. Αστοί και μπουρζουάδες, κομφορμιστές ΞΕΡΝΑΜΕ ΟΤΑΝ ΣΑΣ ΑΝΑΛΟΓΙΖΟΜΑΣΤΕ" Και αυτοί τον δολοφονούν....
Εννοώ τους πρώτους φασίστες στην Ιταλία που υπήρξαν όλοι αριστεροί και αναρχικοί όπως και ο Μουσσολίνι άλλωστε πρίν προδώσει το κίνημα που ο ίδιος ίδρυσε...
Εννοώ τους χιλιάδες προλετάριους που πολέμησαν μέσα από τις γραμμές της Ισπανικής Φάλαγγας για να προδωθούν από τον ακροδεξιό καραβανά και όργανο της πιο σκληρής ισπανικής πλουτοκρατίας Φράνκο.
Εννοώ όλους αυτούς που πολέμησαν και πέθαναν για μια σοσιαλιστική κοινωνία μέσα από τις γραμμές του εθνικιστικού κινήματος για να τους εξεφτελίσουν τα διάφορα ακροδεξιά δεκανίκια του καπιταλισμου που παρουσιάστηκαν σαν υποστηριχτές τους αργότερα, παραχαράζοντας τη πραγματικότητα.
Εννοώ τα λόγια του Γκαίμπελς:"εμείς οι εθνικοσοσιαλιστές αγωνιζόμαστε για τα ίδια ιδεώδη που μάχονται και οι κομμουνιστές".
Και λέγοντας όλα αυτά θέλω να καταλήξω απευθύνοντας το λόγο πρώτον στους κομμουνιστες: είμαστε μέρος του επαναστατικού κινήματος και όχι έξω από αυτό ή εναντίον του όπως διατυμπανίζετε.
Και δεύτερον στους δήθεν εθνικοσοσιαλιστές που "μαγέυονται" από τον αντι-συμμοριακό αγώνα..υμνούν τις χούντες του Πινοσέτ και του παπαδόπουλου, πηγαίνουν στην εκκλησία κάθε κυριακή και κάνουν δεήσεις για να σωθεί το έθνος από τους κομμουνιστές, είναι παρατρεχάμενοι της ασφάλειας και δεκανίκια του καπιταλισμού, σε όλα αυτά τα ακοδεξιά απόβλητα:ΠΙΣΩ ΡΟΥΦΙΑΝΟΙ, ΠΙΣΩ ΞΕΦΤΙΛΙΣΜΕΝΟΙ.
ΖΗΤΩ Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ
ΖΗΤΩ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
και όπως είπε και ο ΤΣΕ:
ΠΑΤΡΙΔΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ
Δημοσίευση σχολίου