Υπ' αυτήν την έννοια πολλοί απ' τους αποδομητές βρέθηκαν απολογητές με παρεμβάσεις τους στον δημόσιο λόγο, ακόμα και των πολέμων που εξαπέλυσε ή υποδαύλισε ή δημιούργησε ο ιμπεριαλισμός τα τελευταία χρόνια, με κορυφαίους εκείνους επί την Σερβία και το Ιράκ.
Κ αθόλου μακρυά από τις εξουσίες, εθνικές και υπερεθνικές, οι αποδομητές συχνά αναλαμβάνουν «ανάθεση έργων», και στις τέχνες, και στα γράμματα, και στην επικοινωνιακή πολιτική, ξεπέφτοντας συχνά στο επίπεδο της προπαγάνδας, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πολιτικές σκοπιμότητες, κρατικές επιδιώξεις και διακρατικές σχέσεις.
Απότοκο ενός τέτοιου πλέγματος υπήρξε το δυσώνυμο βιβλίο της Ιστορίας για τη Στ' Δημοτικού. Η «σύλληψή» του έγινε ύστερα από διακρατική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (Γιώργος Α. Παπανδρέου - Ισμαήλ Τζεμ), 4.ΙΙ.2000, ήτις προέβλεπε τη «συνεργασία των δύο χωρών στην παρουσίαση (sic) της ιστορίας (...) ιδιαίτερα στα σχολικά βιβλία» με στόχο «τη διόρθωση των ανακριβειών» (όπως, λόγου χάριν, η σφαγή της Σμύρνης). Ολον αυτό έγινε νόμος του κράτους (2929 του 2001) με τις υπογραφές των συναρμόδιων Υπουργών Γ. Παπανδρέου, Ε. Βενιζέλου, Π. Ευθυμίου και Δ. Ρέππα.
Ακολούθως, η συγγραφική ομάδα της κυρίας Ρεπούση ανέλαβε τη συγγραφή του έργου, το οποίον τελείωσε επί διακυβέρνησης της Ν.Δ. και επί Υπουργίας της κυρίας Γιαννάκου (Η οποία το υπερασπίσθηκε με αξιοθαύμαστο προσωπικό σθένος, άγριες θεσμικές παρεκτροπές, κουτοπονηριές, τακτικισμούς και φανατισμένο νεοφιλελεύθερο δογματισμό).
Τ ο εγχείρημα ήταν εξ αρχής υπονομευμένο. Αναγκασμένη να υποταχθεί σε πολιτικές εντολές και προτεραιότητες η επιστήμη, βρέθηκε σε δεύτερη μοίρα - με αποτέλεσμα πραγματολογικά και μεθοδολογικά λάθη, τα οποία διαπιστώθηκαν στην αρχή με έκπληξη και στη συνέχεια πανηγυρικώς από πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ των, και των οποίων λαθών ο αριθμός υπερέβαινε κάθε ιστορικό (και ανεκτό) προηγούμενο.
Ομως, το θλιβερό αυτό αποτέλεσμα αβάσταχτα επιβάρυναν οι ιδεοληψίες των αποδομητών. Η άποψη για «στρογγύλεμα» των τραγωδιών, ώστε να μην αναπαράγεται το «μίσος», οδήγησε σε κωμικοτραγικές διατυπώσεις, πασπαλισμένες με υστερικές μονομανίες φεμινιστικού τύπου που κατέληγαν να εξισώνουν τον Παπαδιαμάντη με κάποιαν Φερφερέν (σιγά μη συγκρατήσω το όνομα) και τον Καραϊσκάκη με τη σέλα του αλόγου του.
Τ ο βιβλίο κατάφερε να συγκεντρώσει στο σώμα του την αντιεπιστημονικότητα, τις ιδεοληπτικές μονομανίες, τη διαστρέβλωση, την ξηρή (αφόρητα ξηρή) αφήγηση και, κυρίως, το εξής ανακόλουθον: η δομή του (που θα μπορούσε να θεωρηθεί αρετή) αναφερόταν σε σπουδαστές κι όχι σε παιδιά του Δημοτικού.
Εντυπωσιακότερη όμως όλων αυτών υπήρξε η ρητορική των συγγραφέων του βιβλίου, οι οποίοι πέρασαν το... Γένος γενεές δεκατέσσερις. Με πρωτοφανή αλαζονεία. «Ψυχωσικοί», «νοικοκυρές», «σκοταδιστές», «αλευρομάγειροι», ήταν απ' τους ηπιότερους χαρακτηρισμούς που υπέστη το 90% των Ελλήνων εν τέλει, οι οποίοι αίφνης βρέθηκαν να τσουβαλιάζονται όλοι αδιακρίτως σε οπαδούς του κ. Καρατζαφέρη, του κ. Χριστόδουλου κι άλλων Ελληναράδων, ταμπελισμένοι όλοι (οι Ελληνες) σε κατηγορίες «ελληνοπαραφρόνων», «αριστερών εθνικοφρόνων», «φαιοκόκκινων» κι άλλων συναφών παρόμοιων. Οποιος έβλεπε φως σε μια εφημερίδα, ανέβαινε κι έγραφε λίβελλον εναντίον τού «εθνικοπαράφρονος» της αρεσκείας του.
Ε ίναι χαρακτηριστικό του διαλόγου που φυσικά φούντωσε ότι οι αντιλέγοντες στο βιβλίο κατέφυγαν σε επιχειρήματα, πηγές και βιβλιογραφία, ενώ οι αμύντορες του βιβλίου σε ιδεολογικά αξιώματα, καθόλου βιβλιογραφία και χαρακτηρισμούς - σταλινικούς χαρακτηρισμούς. Α, και γενικεύσεις!
Είναι ακόμα πιο χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο διάλογος ξεκαθάριζε σιγά-σιγά και ένα προς ένα τα ζητούμενα αυτής της υπόθεσης (πολύ ευρύτερης εξάλλου απ' το βιβλίο της Στ' Δημοτικού), πολλοί απ' τους υπερασπιστές του βιβλίου, χωρίς εις ουδέν να αντιπαρατίθενται ή να απαντούν, επανέφεραν τον διάλογο στην αφετηρία του. Με μονότονη (αλλά γκαιμπελική) επιμονή ξαναέλεγαν τα ίδια ή έβαζαν στο στόμα των αντιπάλων τους πράγματα που εκείνοι δεν έλεγαν, ώστε να τους απαντούν και εις κάτι.
Ετσι, ο διάλογος σύρθηκε επί μακρόν, σχετικώς άγονος. Οχυρωμένοι σε συνέδρια και πάνελ ημετέρων και καθόλου εναντίων, οι αμύντορες του βιβλίου πλημμύριζαν τον Τύπο με κείμενα - τα περισσότερα νηπιακού επιπέδου, όπως αν υπήρξε, φέρ' ειπείν, το κρυφό σχολειό!! Το αυτονόητον, ότι και υπήρξε και δεν υπήρξε (αναλόγως της επαρχίας και της περιόδου κατά την Τουρκοκρατία), πήγε περίπατο από μια λογική που επικαλείται μεν τον ορθό λόγο, αλλά σκέφτεται στερεοτυπικά με το πιο σκοταδιστικό αποτέλεσμα (Επί παραδείγματι: τέτοιον εξωραϊσμό των Οθωμανών αποστρέφεται, και καλά κάνει, ακόμα και η τουρκική ιστοριογραφία).
Ομως, παρ' ότι μια σέχτα, οι μεταμοντερνιστές («αναθεωρητές» κατά το λεγόμενον) ιστορικοί, η φασαρία που κατάφεραν να κάνουν είναι εντυπωσιακή - ένας όγκος δημοσιευμάτων στον Τύπο, απολύτως ανακόλουθος με το 90% των Ελλήνων, φάνηκε ισχυρότερος στις εντυπώσεις απ' τον όποιον αντίλογο. Μια «μαγική εικόνα» στην οποία δείχνει έτοιμος να υποτάσσεται ο Τύπος (μάλιστα ο κεντρικός) και διαθέσιμος να την αναπαραγάγει. Γιατί;
Ε ίναι φανερό ότι στην υπόθεση αυτή συγκρούσθηκαν δύο διαφορετικά ρεύματα στην ελληνική κοινωνία, που όμως διατρέχουν όλα τα κόμματα. Η έννοια του έθνους κατά τον πολιτικό της προσδιορισμό (και συνεπώς κατά την εξέλιξή της στην ιστορική διάρκεια), του πατριωτισμού, του διεθνισμού, των τάξεων, της λαϊκής παράδοσης, της μυθολογίας, της αυτογνωσίας, του εθνικισμού, του κοσμοπολιτισμού, του αυτοπροσδιορισμού, του ρατσισμού, των μειονοτήτων, της καταγωγικότητας, ετέθησαν στο τραπέζι και συγκρούσθηκαν μεταξύ τους, είτε με τις παρεκβάσεις τους και τις αλλοιώσεις, αναλόγως της μεταχείρισής των απ' τους διαλεγόμενους. Το κόλπο, ας πούμε, της σύγχυσης μεταξύ «εθνικού» και «εθνικιστικού», «διεθνιστικού» και «κοσμοπολίτικου» έδωσε και πήρε. Το ίδιο και οι αφορισμοί («ασυνέχεια του έθνους» άνευ αποδείξεως του γεγονότος) ή τα κλισέ όπως: «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό» - τρίχες! Αληθινό είναι ό,τι μπορεί να αποδειχθεί και συνεπώς χρήσιμο στο έθνος και τον λαό ό,τι μπορεί να του αποδειχθεί επίσης, ώστε να το αποδεχθεί.
Ομως, η μεταμοντερνική άποψη ότι ο καθένας έχει ή δικαιούται να έχει την αλήθεια του (καθώς εκφράστηκε και από την κυρία Ρεπούση: «η αλήθεια των άλλων»), άνετα μπορεί να οδηγήσει στο σβήσιμο του Ολοκαυτώματος ή της Γενοκτονίας των Αρμενίων, όσον και σε όλον αυτόν τον κοπετό μπουρδολογίας κι αμετροέπειας που χαρακτήρισε πολύν απ' τον λόγο σε αυτόν τον διάλογο.
Τ ο θέμα δεν τελείωσε. Απλώς οι αποδομητές έκαναν ένα λάθος σε αυτήν την ιστορία, πιθανόν μοιραίο, αλλά θα συνεχίσουν, διότι η πολιτική που τους έχει καλέσει υπό τα όπλα συνεχίζεται.
Παρ' ότι σέχτα, έχουν την ομοθυμαδόν υποστήριξη «εκσυγχρονιστών» και «μεταρρυθμιστών», όλων των νεοφιλελεύθερων δηλαδή στα δύο μεγάλα κόμματα, καθώς κι ορισμένων αριστερών, που βλέπουν το δένδρο (Χριστόδουλος) και δεν βλέπουν το δάσος (Σόρος). Μάλιστα, αυτοί οι τελευταίοι φαίνεται να τραβάνε ένα ζόρι ανεξήγητο. Εφθασαν να κατηγορούν αριστερούς συντρόφους τους ότι... λογοκρίνουν την... εξουσία ή ότι συμπλέουν με το ΛΑΟΣ. Ευκολίες ούτε καν σταλινικές! Πολύ υποδεέστερες. Ταυτοχρόνως, η σέχτα αυτή διαθέτει ιδιαιτέρως ισχυρή επιρροή στον Τύπο, παρά το κόστος που, κατά τη γνώμη μου, προκύπτει για τις εφημερίδες με τα παιδαριώδη τους κείμενα - άκρως αντιληπτά ως τέτοια απ' τους αναγνώστες.
Επίσης, ιδιαίτερη ισχύ έχει η ομάδα αυτή στα ΑΕΙ, όπου λύνει και δένει: καριέρες, προσωπικές σχέσεις, διαχείριση προγραμμάτων, επιδοτήσεων και συντεχνιακών καθιερώσεων. Προς τούτο, άλλοι τρομοκρατούμενοι κι άλλοι ιδιοτελείς, προσθέτουν, πλην Λακεδαιμονίων, εαυτούς στην όλη απαξία που κατέστησε κυρίαρχη στα ΑΕΙ κυρίως το ΠΑΣΟΚ (με τη Ν.Δ. ασμένως να ακολουθεί κατά πόδας, ώσπου να τα διαλύσει τελείως).
Τ έλος, αν η διαφορά ανάμεσα στις εφημερίδες και την τηλεόραση είναι η υψηλή ποιότητα που αναμένεται σε κείμενα, τουλάχιστον για τα κρίσιμα θέματα (ώστε να έχει για εμάς και κάποιο νόημα η επιδίωξη της αναγνωσιμότητας) σε αυτήν την υπόθεση αποτύχαμε. Λίγα ήταν τα κείμενα που κατέφυγαν στις πηγές ή περιέγραψαν με ειλικρίνεια τις πολιτικές και ιδεολογικές τους συντεταγμένες. Περίσσεψαν η αμάθεια, η επανάληψή της κατά κόρον - αφόρητα, οι ιδεοληψίες και οι ιταμοί χαρακτηρισμοί.
Εν κατακλείδι, επιτρέψτε μου μιαν παρατήρηση: πρέπει να γίνουμε πιο αυστηροί. Οσον αυστηροί είμαστε με τους εαυτούς μας πρέπει να γίνουμε και με τους άλλους. Και, κυρίως, οι αναγνώστες μαζί μας. Οταν γράφουμε μπούρδες, πρέπει να ελεγχόμεθα από εσάς. Εχει παρακρατήσει αυτή η φλουφλιά τής «αλήθειας του καθενός», δηλαδή του γενικευμένου ψεύδους...
ΣΤΑΘΗΣ Δ. Σταυρόπουλος